σπίγγος
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ὁ, = σπίνος 1, Hsch.; also a fish, Id. σπιγνόν· μικρόν, βραχύ, Id.
German (Pape)
[Seite 921] ὁ, = σπίνος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σπίγγος: ὁ, σπίνος, «ἰχθὺς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ο σπίνος
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που συνδέεται με τους τ. σπίζω, σπίνος (για ετυμολ. βλ. λ. σπίζω). Για τη χρήση του ίδιου τ. ως ονόματος ψαριού και πτηνού πρβλ. σπίνα.