συγγραφικός
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
συγγραφική, συγγραφικόν, given to writing, esp. prose works, ποιητικὸς ἢ ξ. Luc.Merc.Cond.35, cf. Jul. Or.7.205b; of or in prose composition, δεινότης Luc.Pisc.23; ἀρετὴ καὶ κακία Id.Hist.Conscr.42; συγγραφικώτερον εἶδος more suited to prose, Men.Rh. p.411 S. Adv., -κῶς ἐρεῖν speak like a book, i.e. with great precision, Pl.Phd. 102d; opp. ὑπομνηματικῶς, Gal.18(1).529.
German (Pape)
[Seite 962] ή, όν, zum Schreiben eines Buches, eines Contractes gehörig, Luc. hist. conscr. 42 pisc. 23; – συγγραφικῶς ἐρεῖν, mit der buchstäblichen Genauigkeit eines Contractes sprechen, Plat. Phaed. 102 d.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la rédaction d'un ouvrage, particul. d'un ouvrage en prose.
Étymologie: συγγραφή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγραφικός -ή -όν, Att. ook ξυγ- [συγγράφω] het schrijven (van proza) betreffend; van zaken:; κακία σ. gebrekkigheid in het (geschied)schrijven Luc. 59.42; van personen:. ποιητικὸς... ἢ συγγραφικός iemand die van dichten of van schrijven houdt Luc. 36.35; ἔοικα... καὶ συγγραφικῶς ἐρεῖν het lijkt wel of ik het als een schrijver (d.w.z. heel nauwkeurig of formeel) wil zeggen Plat. Phaed. 102d.
Russian (Dvoretsky)
συγγρᾰφικός:
1 писательский, литературный (δεινότης Luc.);
2 занимающийся литературной деятельностью, пишущий (прозой) (ὁ πλούσιος Luc.);
3 летописный, исторический: ἀρετὴ συγγραφική Luc. достоинство историографии.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγγραφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγγραφή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.)
νεοελλ.
φρ. «συγγραφικά δικαιώματα»
(νομ.) τα ηθικά και οικονομικά δικαιώματα του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας επιστημονικού, φιλοσοφικού ή καλλιτεχνικού έργου
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή και, ιδίως, ο πεζογράφος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συγγραφική
η τέχνη του να συγγράφει κανείς
3. φρ. «εἶδος συγγραφικώτερον» — είδος που ταιριάζει περισσότερο σε πεζό λόγο.
επίρρ...
συγγραφικῶς Α
με μεγάλη ακρίβεια, λεπτομερειακώς, όπως περιγράφεται σε συμβόλαια («συγγραφικῶς ἐρεῖν» — το να μιλά κανείς με λεπτομέρεια συμβολαίου, με μεγάλη ακρίβεια, Πλάτ.).
Greek Monotonic
συγγρᾰφικός: -ή, -όν, αυτός που επιδίδεται στη συγγραφή, ιδίως στον πεζό λόγο, σε Λουκ.· επίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, μιλώ σαν βιβλίο, δηλ. με μεγάλη ακρίβεια, ακριβολογώ, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συγγρᾰφικός: ήν, όν, ὁ καταγινόμενος εἰς συγγραφὰς μάλιστα ἐν πεζῷ λόγῳ ἢν δὲ ποιητικὸς αὐτὸς ἢ συγγραφικὸς ὁ πλούσιος ᾖ, κτλ. Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ μισθ. Συνόντ. 35· δεινότης συγγραφικῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἁλιεῖ 23· ἀρετὴ καὶ κακία Πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 42· συγγραφικώτερον εἶδος, μᾶλλον ἁρμόζον εἰς πεζὸν λόγον, Ρήτορες (Walz) τ. 9 σ. 279. ― Ἐπίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, ὁμιλεῖν ὡς βιβλίον ἢ ὡς συμβόλαιον, δηλ. μετὰ μεγάλης ἀκριβείας, Πλάτ. Φαίδων 102D.
Middle Liddell
συγγρᾰφικός, ή, όν [from συγγρᾰφή]
given to writing, especially in prose, Luc. adv., συγγραφικῶς ἐρεῖν to speak like a book, i. e. with great precision, Plat.