σύμπλεκτος

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλεκτος Medium diacritics: σύμπλεκτος Low diacritics: σύμπλεκτος Capitals: ΣΥΜΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmplektos Transliteration B: symplektos Transliteration C: symplektos Beta Code: su/mplektos

English (LSJ)

σύμπλεκτον, plaited, LXX Ex.36.31 (39.23); twined together, ἔρνεσι AP4.1.18 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 988] zusammengeflochten, Mel. 1, 18 (IV, 1).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμπλεκτος -ον [συμπλέκω] in elkaar gevlochten met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

σύμπλεκτος: сплетенный вместе (τινι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλεκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.

Greek Monolingual

-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῦ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.