ταξίλοχος

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταξίλοχος Medium diacritics: ταξίλοχος Low diacritics: ταξίλοχος Capitals: ΤΑΞΙΛΟΧΟΣ
Transliteration A: taxílochos Transliteration B: taxilochos Transliteration C: taksilochos Beta Code: taci/loxos

English (LSJ)

[ῐ], ον, commanding a λόχος or division, τ. λαῶν Arist. Pepl.9.

German (Pape)

[Seite 1068] eine Heerschaar ordnend, λαῶν, Arist. ep. (App. 9, 5).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui range ou dirige une troupe.
Étymologie: τάσσω, λόχος.

Russian (Dvoretsky)

ταξίλοχος:начальник отряда, командир Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ταξίλοχος: -ον, ὁ διοικῶν λόχον, ταξ. λαῶν Ἀνθολ. Π. παράρτ. 9. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διοικεί στρατιωτικό λόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + λόχος (πρβλ. ναύλοχος)].

Greek Monotonic

ταξίλοχος: -ον, αυτός που διοικεί λόχον ή μεραρχία, σε Ανθ.

Middle Liddell

ταξί-λοχος, ον,
commanding a λόχος or division, Anth.