τρυφώ

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

τρυφῶ, -άω, ΝΜΑ τρυφή
1. ζω μέσα στην τρυφή, ζω τρυφηλό βίο
μσν.-αρχ.
αντλώ χαρά και ευχαρίστηση από κάτι
αρχ.
1. ζω μέσα στην ακολασία και στην ασωτεία
2. ξοδεύω πολλά, είμαι σπάταλος
3. περηφανεύομαι, επαίρομαι
4. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.) τρυφῶν, -ῶσα, -ῶν
α) (για πρόσ.) i) τρυφηλός, μαλθακός
ii) φιλήδονος, ακόλαστος
iii) θηλυπρεπής
β) (για πράγμ.) αβρός, λεπτός («βασιλικὴ και τρυφῶσα παιδεία», Πλάτ.)
5. (το απρμφ. ενεστ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ τρυφᾱν
η τρυφηλότητα
6. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ τρυφῶντες
κακομαθημένα κατοικίδια μικρά ζώα.