υπαλλαγή
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
Greek Monolingual
η / ὑπαλλαγή, ΝΜΑ ὑπαλλάσσω
αμοιβαία διαδοχή, εναλλαγή
νεοελλ.
1. γραμμ. α) σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται το όνομα του δημιουργού στη θέση του δημιουργήματος, αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενό του και αντιστρόφως, το αφηρημένο ουσιαστικό αντί του αντίστοιχου συγκεκριμένου, αλλ. μετωνυμία
β) σχήμα λόγου κατά το οποίο ένας επιθετικός προσδιορισμός που αναφέρεται σε μια γενική πτώση, η οποία με τη σειρά της προσδιορίζει, ως ετερόπτωτος προσδιορισμός, ένα ουσιαστικό, είναι δυνατόν να συμφωνεί όχι με τη γενική αλλά με το ουσιαστικό από το οποίο εξαρτάται η γενική αυτή, λ.χ. θερμοί δακρύων σταλαγμοί αντί θερμών δακρύων σταλαγμοί
2. (νομ.) το δικαίωμα του οφειλέτη να υποκαταστήσει την υποχρέωσή του με άλλη
αρχ.
1. αλλαγή («ἡ τῆς χροιᾱς ὑπαλλαγή», Γαλ.)
2. (ρητ.) ανύψωση, μεγέθυνση με τη χρησιμοποίηση ισχυρότερου όρου
3. σχήμα λόγου κατά το οποίο ορισμένα μέρη της περιόδου εναλλάσσονται («ὑπαλλαγή ἐστιν ὅταν ἐπιτιμήσαντες τῷ πρώτῳ ὀνόματι ἕτερον προσλάβωμεν, οἷον: οὐκ ἔστι τοῦτο φιλανθρωπία ἀλλ' ἔρως, καί: οὐκ ὠργίζετο ἀλλ' ἐμαίνετο», Ζωναί.)
4. υποθήκευση.