υπερδιέγερση
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
Greek Monolingual
η, Ν
1. (ιατρ.-ψυχολ.) έντονη νευρική ή ψυχική διέγερση, υπερένταση
2. φρ. «υπερδιέγερση γεννήτριας»
(ηλεκτρ.) κατάσταση γεννήτριας που τροφοδοτεί επαγωγικό φορτίο με ορισμένο συντελεστή ισχύος, οπότε πρέπει, όταν αυξάνεται η ένταση φόρτισης, να αυξάνεται και η ένταση διέγερσης για να διατηρείται η ονομαστική της τάση σταθερή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + διέγερση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερδιέγερσις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Άστυ].