φενάκη
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
[ᾱ], ἡ, = πηνήκη, false hair, wig, Luc.Alex.59, DMeretr. 11.3.
German (Pape)
[Seite 1261] ἡ, falsches Haar, Perücke, Luc. Alex. 89 u. a. Sp.; s. VLL.; entweder zum Stamme φέναξ gehörig, also eigtl. eine Täuschung bedeutend, oder von πηνίκη nur mundartlich verschieden.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chevelure postiche, perruque.
Étymologie: φέναξ.
Russian (Dvoretsky)
φενάκη: (ᾱ) ἡ накладные волосы, парик Luc.
Greek (Liddell-Scott)
φενάκη: ἡ, ὡς τὸ πηνίκη, ψευδὴς κόμη, «περοῦκα», Λουκ. Ἀλέξ. 50, Ἐταιρ. Διάλ. 11. 3. (Ἀμφισβητεῖται ἂν τὸ φενάκη ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν τοῦ φέναξ, ἀπάτη, ὅθεν ἐσχηματίσθη μετὰ ταῦτα τὸ πηνίκη· ἢ τὸ πηνίκη ὁ πρότερος τύπος.) [Ἐὰν ἐκ τοῦ φέναξ, ᾱ· ἐὰν δὲ ἐκ τοῦ πηνίκη, ᾰ].
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
πρόσθετη τεχνητή κόμη, περούκα
νεοελλ.
μτφ. ψεύδος, απάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, -ακος (πρβλ. και το συνώνυμο πηνήκη)].
Greek Monotonic
φενάκη: [ᾱ], ἡ (φέναξ), ψεύτικα μαλλιά, περούκα, σε Λουκ.
Middle Liddell
φενά¯κη, ἡ, φέναξ
false hair, a wig, Luc.
Mantoulidis Etymological
(=ψεύτικα μαλλιά, περούκα). Συνώνυμο μέ τό πηνίκη. Ἀπό τό φέναξ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό φενακίζω.