φυλίκη
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
German (Pape)
[Seite 1314] ἡ, ein stets grünender Baum, eine Rhamnusart; nach Andern = Vorigem; auch φιλύκη geschrieben; Theophr. u. Diosc.
Greek Monolingual
η / φιλύκη, ΝΑ, και φιλύκη Ν
βοτ. είδος θάμνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τον τ. φυλία «είδος δένδρου», δεν θεωρείται πιθανή].