χιλιοτάλαντος
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
[τᾰ], ον, weighing or worth a thousand talents, ναοί, μύδροι, Plu.Per.12, 2.924a; ὀφρῦς ἔχον χ., Com. phrase, Alex. 116.7.
German (Pape)
[Seite 1356] tausend Talente schwer od. wert; οὐσία Alexis bei Ath. VI, 237 c; Plut. Pericl. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pèse ou vaut mille talents.
Étymologie: χίλιοι, τάλαντον.
Russian (Dvoretsky)
χῑλιοτάλαντος:
1 весом в тысячу талантов (μύδροι Plut.);
2 стоимостью в тысячу талантов, т. е. необыкновенно пышный, великолепный (ναός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιοτάλαντος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν χιλίων ταλάντων, Πλουτ. Περικλ. 12., 2.924Α· ὀφρῦς ἔχων χιλιοταλάντους, κωμικὴ φράσις ἐν Ἀλέξιδος «Κυβερνήτῃ» 1. 7.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + τάλαντον (πρβλ. δεκατάλαντος)].
Greek Monotonic
χῑλιοτάλαντος: [ᾰ], -ον (τάλαντον), αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων, σε Πλούτ.
Middle Liddell
χῑλιο-τᾰ́λαντος, ον, τάλαντον
weighing or worth a thousand talents, Plut.