χιονώδης

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονώδης Medium diacritics: χιονώδης Low diacritics: χιονώδης Capitals: ΧΙΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: chionṓdēs Transliteration B: chionōdēs Transliteration C: chionodis Beta Code: xionw/dhs

English (LSJ)

χιονῶδες, snowy, Hp.Epid.3.2, E.Hec.81 (anap.), A.R.1.826, Nic.Al.150, Call.Fr.1.53P.; βόλβα AP11.410 (Luc.); αἶγες Orac. ap.D.S.7.16.

German (Pape)

[Seite 1357] ες, zsgzgn statt χιονοειδής; Θρῄκη Eur. Hec. 81; sp. D., wie Nonn. D. 10, 10.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
neigeux, couvert de neige.
Étymologie: χιών, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

χιονώδης:
1 покрытый снегом, снежный (Θρῄκη Eur.);
2 белоснежный (θέρμων βόλβα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χιονώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ χιονοειδής, πλήρης χιόνων, ἢ ὅμοιος χιόνι, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1082· χιονώδης Θρῂκη Εὐρ. Ἑκ. 81.

Greek Monolingual

-ες / χιονώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χιών, χιόνος]
1. γεμάτος χιόνια (α. «χιονώδης καιρός» β. «χειμὼν χιονώδης», Γεωπ.
γ. «χιωνῶδες χωρίον», Πολυδ.)
2. όμοιος με χιόνι, χιονόλευκος, χιονάτος.

Greek Monotonic

χῐονώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με χιόνι, χιονώδης, σε Ευρ.

Middle Liddell

χιον-ώδης, ες εἶδος
like snow, snowy, Eur.