χρωστήρας

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source

Greek Monolingual

ο / χρωστήρ, -ῆρος, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργαλείο για βάψιμο, κν. πινέλο, βούρτσα
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που μπορεί να χρωματίσει («χρωστὴρ μόλυβος» — το κοντύλι, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρωσ- του ρ. χρώννυμι (πρβλ. παθ. παρακμ. κέ-χρωσ-μαι) + κατάλ. -τήρ(ας)].