Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωρητικότητα

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

η, Ν
1. τεχνολ. η ικανότητα ενός σκεύους, μιας συσκευής, ενός οχήματος, ενός τεχνικού έργου ή τεχνικού και φυσικού συστήματος να αποδεχθεί ορισμένη ποσότητα του φυσικού μεγέθους που προσδιορίζει τη χρησιμότητά του (α. «χωρητικότητα δοχείου» — ο όγκος ενός ρευστού ή κοκκώδους υλικού που μπορεί να περιέχεται σε ένα δοχείο
β. «χωρητικότητα μεταφορικού μέσου» — ο αριθμός τών επιβατών ή ο όγκος είτε το βάρος τών φορτίων που μπορεί να μεταφέρει ένα μεταφορικό μέσο
γ. «χωρητικότητα ενός διαύλου τηλεπικοινωνιών» — ο μέγιστος αριθμός στοιχειωδών πληροφοριών που μπορούν να μεταδοθούν ανά δευτερόλεπτο από έναν δίαυλο)
2. φυσ. μέγεθος αναφερόμενο σε έναν αγωγό ή σε ένα σύστημα αγωγών, που ορίζεται ως ο λόγος του ηλεκτρικού φορτίου το οποίο μπορεί να αποθηκευθεί σε αυτόν ή στον καθέναν από αυτούς ανά μονάδα επιβαλλόμενου ηλεκτρικού δυναμικού
3. ναυτ. ο κυβισμός τών όγκων όλων τών κλειστών χώρων του πλοίου, ο οποίος υπολογίζεται σε κόρους
4. φρ. α) «χωρητικότητα πυκνωτή»
(ηλεκτρολ.) ο λόγος του ηλεκτρικού φορτίου ενός πυκνωτή προς τη διαφορά δυναμικού μεταξύ τών οπλισμών του
β) «ζωτική χωρητικότητα»
φυσιολ. ο μέγιστος όγκος εισπνεόμενου αέρα ύστερα από τη βαθύτερη δυνατή εκπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρητικός. Η λ., στον λόγιο τ. χωρητικότης, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].