покрывало
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
Russian > Greek
βλῆμα, προκάλυμμα, φάρος, τάπης, ῥέγος, εἴλυμα, εἷμα, πέτασμα, στρῶμα, στέγαστρον, καλυπτήρ, πέπλος, ἐπίβλημα, περιβόλαιον, κάλυμμα, παρακάλυμμα, καλύπτρα, ῥῆγος, κατασκήνωμα, περικάλυμμα, καλύπτειρα, περίστρωμα, στρωμνή, στρωμνά, χλαῖνα, χλαίνη