соглашение
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Russian > Greek
γραφή, σπονδή, σπονδά, γραμματεῖον, συγγραφή, ὁμολόγημα, προξενία, διάταξις, κύρωσις, ἀρμονία, ἁρμονίη, ἁρμονιά, σύνθετον, συνάλλαγμα, διομολόγησις, σύμβασις, συνημοσύνη, ὁμολογία, ὁμολογίη, συμφώνησις, ῥήτρα, ῥήτρη, συνθεσία, συνθεσίη, συνομολογία, συμβολή, συνθήκη, σύνταξις, σύνθημα, διαθήκη, συμβόλαιον, σύνθεσις