ἀκίβδηλος

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκίβδηλος Medium diacritics: ἀκίβδηλος Low diacritics: ακίβδηλος Capitals: ΑΚΙΒΔΗΛΟΣ
Transliteration A: akíbdēlos Transliteration B: akibdēlos Transliteration C: akivdilos Beta Code: a)ki/bdhlos

English (LSJ)

ἀκίβδηλον,
A unadulterated, genuine, Pl.Lg.916d, Arist.Ath.51.1; χρυσός Hierocl. in CA Praef.p.417 M.
2 metaph., of men, guileless, honest, Hdt.9.7.ά. Adv. ἀκιβδήλως = without falsification, honestly Isoc.1.7.

Spanish (DGE)

-ον
I 1auténtico, no falsificado o adulterado νόμισμα Pl.Lg.916d, Luc.Herm.68, χρυσός Hierocl.in CA praef.p.417, γάμος PMasp.97ue.28 (VI d.C.), καθαρὰ καὶ ἀκίβδηλα πωλεῖν Arist.Ath.51.1.
2 honrado, íntegro, sin falsía τὸ μὲν ἀπ' ἡμέων Hdt.9.7, τὸ ἀκίβδηλον = lo auténtico M.Ant.5.5, ἀνήρ Phryn.PS fr.12, cf. Chrysipp.Stoic.3.163.24, εὔνοια Ph.1.454.
II adv. ἀκιβδήλως = rectamente, sin falsedad ἡ τῆς ἀρετῆς κτῆσις οἷς ἂν ἀ. ταῖς διανοίαις συναυξηθῇ Isoc.1.7, cf. Gloss.2.181.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non altéré, de bon aloi ; fig. honnête.
Étymologie: , κίβδηλος.

German (Pape)

unverfälscht, eigtl. von der Münze, Plat. Legg. XI.916d; Luc. Hermot. 68, neben δόκιμος; dah. übertragen, ohne Hinterlist, Her. 9.7.1.
• Adv. rein, Isocr. 1.7.

Russian (Dvoretsky)

ἀκίβδηλος:
1 неподдельный, подлинный; полноценный (νὁμισμα Plat.);
2 искренний, честный, чистосердечный, Her., Luc., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκίβδηλος: -ον, ἀνόθευτος, γνήσιος, Πλάτ. Νόμ. 916D· δόκιμα καὶ ἀκ., Λουκ. Ἑρμότ. 68. 2) μεταφ., ἐπὶ ἀνθρώπων, ἄδολος, τίμιος, Ἡροδ. 9. 7, 1, «ἀκίβδηλος ἀνήρ: ὁ μὴ κίβδηλος, ἀλλὰ δόκιμος καὶ πολλοῦ ἄξιος· οὕτω Φρύνιχος», Α. Β. 371. ― Ἐπίρρ. -λως, Ἰσοκρ. 3C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκίβδηλος, -ον) κίβδηλος
(κυρίως για νομίσματα) ανόθευτος, γνήσιος
αρχ.
(για πρόσωπα) άδολος, έντιμος, ειλικρινής.

Greek Monotonic

ἀκίβδηλος: -ον, 1. ανόθευτος, γνήσιος, σε Πλάτ., Λουκ.
2. μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, άδολος, τίμιος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

1. unadulterated, genuine, Plat., Luc.
2. metaph. of men, guileless, honest, Hdt.