ἀντίμισθος

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίμισθος Medium diacritics: ἀντίμισθος Low diacritics: αντίμισθος Capitals: ΑΝΤΙΜΙΣΘΟΣ
Transliteration A: antímisthos Transliteration B: antimisthos Transliteration C: antimisthos Beta Code: a)nti/misqos

English (LSJ)

ἀντίμισθον, as a reward, in compensation, μνήμην ἀντίμισθον ηὕρετ' ἐν λιταῖς A.Supp.270.

Spanish (DGE)

-ον
que es en compensación, como recompensa, Ἆπις ... μνήνην ποτ' ἀντίμισθον ηὕρετ' ἐν λιταῖς Apis ... logró un recuerdo en las plegarias, que es cual salario A.Supp.270
subst. ὁ ἀ. pago τὸν ἀ. ... παράσχου τοῖς γονεῦσί σου Phys.B 238.2.

German (Pape)

[Seite 256] μνήμη, statt des Lohnes, wofür lohnend, Aesch. Suppl. 267.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rémunère, qui récompense.
Étymologie: ἀντί, μισθός.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίμισθος: служащий вознаграждением, являющийся наградой (μνήμη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίμισθος: -ον, ὁ, ἀντὶ μισθοῦ διδόμενος, ὁ ὡς ἀνταμοιβὴ διδόμενος, μνήμην ... ἀντίμισθον ηὕρετ’ ἐν λιταῖς Αἰσχύλ, Ἱκ. 270.

Greek Monolingual

ἀντίμισθος, -ον (Α)
ο αντί μισθού, αυτός που δίνεται σαν ανταμοιβή.

Greek Monotonic

ἀντίμισθος: -ον, αυτός που δίδεται ως ανταμοιβή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

as a reward, Aesch.

English (Woodhouse)

serving as a reward

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)