ἀντιάνειρα
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ἡ, (ἀντί, ἀνήρ), fem. form of a masc. in -άνωρ or -ήνωρ: in Il. always as epithet of the Amazons,
A a match for men, 3.189, 6.186, etc.; so of Athena, Coluth.170.
II in Pi.O.12.16 στάσις ἀντιάνειρα faction wherein man is set against man.
Spanish (DGE)
-ας
• Alolema(s): tard. tb. masc. plu. ἀντιενίριοι IK 130.2, 131.2 (III d.C.)
• Prosodia: [-ιᾰ-]
adj. fem.
1 que se enfrenta o es equiparable a los hombres de las Amazonas Il.3.189, 6.186, de Aura hija del titán Lelanto, Nonn.D.48.248, de Atenea, Colluth.170, en invocaciones πατέρες πατέρων κὲ μητέρ[ες ἀντιενί] ριοι IK ll.cc.
2 que enfrenta a un hombre con otro στάσις Pi.O.12.16.
German (Pape)
[Seite 249] einzeln stehendes fem., wie βωτιάνειρα, κυδιάνειρα, männergleich, ἴσανδρος, von ἀντί in der Bdtg b); zweimal bei Hom., Iliad. 3, 189 Ἀμαζόνες ἀντιάνειραι, 6, 186 Ἀμαζόνας ἀντιανείρας. S. Apollon. lex. Hom. 31, 16. 33, 19 Lehrs Aristarch. p. 120. – Coluth. 170 ἀντιάνειραν Ἀθήνην; aber Pind. Ol. 12. 16 στάσις ἀντιάνειρα ein Bürgerkrieg, wo Mann gegen Mann steht.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
égale à un homme, virile.
Étymologie: ἀντί, ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιάνειρα: adj. f
1 мужеподобная (Ἀμαζόνες Hom.);
2 происходящая между мужами (στάσις Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιάνειρᾰ: ἡ, (ἀντί, ἀνὴρ) ὡς τὸ βωτιάνειρᾰ, κυδιάνειρᾰ, θηλ. τύπ. ἀρσ. εἰς -άνωρ ἢ ήνωρ (ἐπειδὴ τὸ -ρᾰ δεικνύει ὅτι δὲν δύναται νὰ ἔχῃ ἀρσενικὸν εἰς -ος, πρβλ. δώτειρα, σώτειρα, δράστειρα, κτλ.). Ἐν τῇ Ἰλ. ἀεὶ ὡς ἐπίθ. τῶν Ἀμαζόνων μετὰ σημασίας, ἰσόπαλος πρὸς ἄνδρα, ὡς τὸ ἴσανδρος, ὅτε τ’ ἦλθον Ἀμαζόνες ἀντιάνειραι, «ἴσαι κατὰ δύναμιν ἀνδράσιν, ἢ ἐναντιούμεναι ἀνδράσιν, ἐξ οὗ πολεμικαί» (Σχόλ.), Γ. 189, Ζ. 186, κτλ.· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Κόλουθ. 170. ΙΙ. ἡ παρὰ Πινδ. φράσις, Ο. 12. 23 στάσις ἀντιάνειρα, σημαίνει ἐμφύλιον πόλεμον, καθ’ ὅν ἀνὴρ ἐγείρεται κατ’ ἀνδρός, δηλ. πολεμεῖ ὁ εἷς κατὰ τοῦ ἄλλου.
English (Autenrieth)
(ἀνήρ): only fem., nom. pl., matching men, of the Amazons. (Il.)
English (Slater)
ἀντιᾰνειρα f. adj., setting man against man στάσις ἀντιάνειρα (O. 12.16)
Greek Monolingual
ἀντιάνειρα, η (Α)
1. ίση, ισόπαλη με άντρα
2. αυτή που ξεσηκώνει τον έναν άντρα εναντίον του άλλου («στάσις ἀντιάνειρα»).
Greek Monotonic
ἀντιάνειρᾰ: ἡ (ἀντί, ἀνήρ), θηλ. επίθ.,
I. όμοιος με άνδρα, λέγεται για τις Αμαζόνες, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στάσις ἀντιάνειρα, εμφύλιος στον οποίο ο ένας επιτίθεται στον άλλο, σε Πίνδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: epithet of the Amazons (Il.) Further only Pi. Ol. 12, 16 στάσις ἀντιάνειρα man against man.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Cf κυδι-άνειρα, βωτι-άνειρα, from ἀντί and ἀνήρ, a match for men (cf. ἀντίθεος godlike) often taken as hostile to men. On στάσις ἀντιάνειρα Snell Gnomon 10, 417, Sommer Nominalkomp. 171.
Middle Liddell
ἀντί, ἀνήρ
I. fem. adj. a match for men, of the Amazons, Il.
II. στάσις ἀντιάνειρα faction wherein man is set against man, Pind.
Frisk Etymology German
ἀντιάνειρα: {antiáneira}
Grammar: f.
Meaning: Beiwort der Amazonen (Il.), als Nachbildung davon Beiwort der Athena (Koluth.), außerdem nur Pi. Ol. 12, 16 στάσις ἀντιάνειρα.
Etymology: Bildung wie κυδιάνειρα, βωτιάνειρα, Hypostase von ἀντί und ἀνήρ, eig. männergleich (vgl. ἀντίθεος götterähnlich) aber auch als Männern entgegentretend, männerfeindlich aufgefaßt (vgl. ἀντίθεος spät auch gottfeindlich), außerdem als Bahuvrihi: στάσις ἀντιάνειρα Kampf in dem Männer gegeneinander auftreten. Snell Gnomon 10, 417, Sommer Nominalkomp. 171 mit Lit.
Page 1,114