ἀσχέδωρος
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
ὁ, wild boar, in Magna Graecia, A.Fr.261, Sciras I.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ jabalí A.Fr.261, Sciras 1, Ath.402b, Eust.774.23.
• Etimología: De *ἀνσχεδορϝος comp. de ἀνασχεῖν y δόρυ, q.u.
German (Pape)
[Seite 382] ὁ, hieß der Eber in Sicilien, Aesch. frg. 240 bei Ath. IX, 402 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσχέδωρος: ὁ, κάπρος, ὡς ἐκαλεῖτο ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἑλλάδι, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 252), Σκληρίας παρ’ Ἀθην. 402Β.
Greek Monolingual
ἀσχέδωρος, ο (Α)
ονομασία του αγριόχοιρου στη Μεγάλη Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ασχέδωρος < αν-σχε-δορF-ος < ανασχείν + δόρυ «αυτός που προβάλλει αντίσταση στο ακόντιο» (πρβλ. μενεγχής, μεναίχμης «ο καρτερικός στη μάχη»). Ο τ. ανήκει στη διάλεκτο της Μεγάλης Ελλάδας και αποτελεί εκφραστική ονομασία του αγριόχοιρου].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: wild boar in Magna Graecia (A. Fr. 191)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Kretschmer KZ 36, 267f. proposed Doric *ἀν-σχε-δορϜ-ος who resists the lance, originally an epithet; cf. μεν-έγχης, μεν-αίχμης; s. also on ἀλέκτωρ (s. ἀλεκτρυών). Bolling, Lg. 12, 1936,220 posited -δωρϜος. Possible at best.
Frisk Etymology German
ἀσχέδωρος: {askhédōros}
Grammar: m.
Meaning: der wilde Eber (A. Fr. 191, Skiras 1)
Etymology: Wahrscheinlich mit Kretschmer KZ 36, 267f. dorisch für *ἀνσχεδορϝος der Lanze widerstehend, "Trotzespeer" als ursprüngliches Epithet; vgl. μενέγχης, μεναίχμης; s. auch zu ἀλέκτωρ (s. ἀλεκτρυών).
Page 1,175