ἄμοτος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμοτος Medium diacritics: ἄμοτος Low diacritics: άμοτος Capitals: ΑΜΟΤΟΣ
Transliteration A: ámotos Transliteration B: amotos Transliteration C: amotos Beta Code: a)/motos

English (LSJ)

ον, furious, savage, κακόν prob. in Simon. 37.16; θήρ Theoc. 25.242; πῦρ Mosch. 4.104.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 violento θήρ Theoc.25.242, πῦρ Mosch.4.104.
2 adv. ἀμότως = con ahínco Sch.Il.4.440, Sch.A.R.1.513.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
violent, brutal, féroce, sauvage ; adv. • ἄμοτον avec force ; avec violence.
Étymologie: DELG orig. obsc.

Greek Monotonic

I. ακόρεστος, ακατάπαυστος, σε Θεόκρ.
II. στον Όμηρ. ως επίρρ. ἄμοτον, αδιάκοπα, ἄμ. μεμαώς, προσπαθώντας ακατάπαυστα· ἄμ. κλαίω, θρηνώ αδιάκοπα· τανύοντο, βάδιζαν προς τα μπρος με ακατάπαυστη αντοχή (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἄμοτος: (ᾰ) бешеный, яростный (θήρ Theocr.).

Middle Liddell

[Deriv. unknown.]
I. raging, savage, Theocr.
II. in Hom. as adv. ἄμοτον, insatiably, ἄμ. μεμαώς, striving incessantly; ἄμ. κλαίω I weep continually; τανύοντο they struggled restlessly forwards.