ἑλκύδριον

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκύδριον Medium diacritics: ἑλκύδριον Low diacritics: ελκύδριον Capitals: ΕΛΚΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: helkýdrion Transliteration B: helkydrion Transliteration C: elkydrion Beta Code: e(lku/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἕλκος,
A slight sore, Hp.Art.63, Ar.Eq.907.
II = κάδος, Dionys.Trag.12.

Spanish (DGE)

-ου, τό jarra, vaso Dionys.Trag.12b, cf. EM 331.10G.
-ου, τό
dim. de ἕλκος, medic. heridita, úlcera pequeña ἢν δὲ μή, ἑ. ἐγκαταλειφθῆναι κίνδυνος ἀναλθές Hp.Art.63, cf. Ar.Eq.907, τὸ ὑπολειφθὲν [καὶ] κατὰ τὴν βάσιν ἑ. ἀποθεραπεύειν al caer el ombligo, Sor.2.14.6, cf. Plu.2.299f, ἑ. τι μικρὸν ἀφλέγμαντόν τε καὶ ἀνώδυνον en la uña, Gal.7.386, ὑπὸ τὸ γόνυ τὸ δεξιὸν ἑ. ἄνθρακι ἐοικός Aristid.Or.47.14, cf. Steph.in Hp.Aph.1.164.27, Gp.12.27.4.

German (Pape)

[Seite 799] τό, dim. von ἕλκος, kleine Wunde, kleines Geschwür, bes. kleine Blasen in der Haut, Hippocr., Ar. Equ. 907 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite blessure, petit ulcère.
Étymologie: ἕλκος.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκύδριον: τό ранка, ссадина Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἕλκος, μικρὰ πληγή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀριστοφ. Ἱππ. 907.

Greek Monotonic

ἑλκύδριον: τό, υποκορ. του ἕλκος, μικρό δερματικό τραύμα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἑλκύδριον, ου, τό,
Dim. of ἕλκος, a slight sore, Ar.