ἔκλαμπρος
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
ἔκλαμπρον, very bright, φλόγες LXX Wi.17.5, cf. Sch.Arat. 169: neut. as adverb, ἔκλαμπρον γελᾶν Ath.4.158d. Regul. Adv. ἐκλάμπρως = brilliantly, Annuario3.151 (Pisidia, ἐγλ-lapis).
Spanish (DGE)
-ον
I 1de astros resplandeciente ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες LXX Sap.17.5, cf. Sch.Arat.169, Ἥλιος PMag.3.143
•neutr. subst. τὸ ἔκλαμπρον = brillo Polem.Phgn.23
•fig. del alma, Leont.Const.Hom.9.51, cf. Cat.Cod.Astr.12.105.16.
2 de sonidos estrepitoso neutr. sg. como adv. γελάσαντος πάνυ ἔκλαμπρον = mientras se reía estrepitosamente Ath.158d.
II adv. ἐκλάμπρως = brillantemente, con brillantez ἱερασάμενον ... ἐν ταῖς ἄλλαις ἱερωσύναις ἐκτενῶς καὶ ἐ. SEG 2.717 (Pisidia, imper.).
German (Pape)
[Seite 766] sehr glänzend, sehr hell, Sp.; ἔκλαμπρον γελᾶν, hell auflachen, Ath. IV, 158 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκλαμπρος: -ον, λίαν λαμπρός, Σχόλ. εἰς Ἄρατ., ἔκλαμπρον γελᾶν Ἀθήν. 158D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκλαμπρος, -ον)
1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός
2. (υπερθ. -ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος
ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι
μσν.
1. ένδοξος, ξακουστός
2. εγκάρδιος, θερμός
3. θαυμαστός, εξαιρετικός
4. ζωηρός
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό χαμόγελο.
Léxico de magia
-ον radiante de Helios δεῦρό μοι, ... ὁ ἔ. Ἥλιος, ὁ αὐγάζων καθ' ὅλην τὴν οἰκουμένην aquí a mí, el radiante Helios, el que resplandece sobre toda la tierra P III 143