ὠρυτός

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠρυτός Medium diacritics: ὠρυτός Low diacritics: ωρυτός Capitals: ΩΡΥΤΟΣ
Transliteration A: ōrytós Transliteration B: ōrytos Transliteration C: orytos Beta Code: w)ruto/s

English (LSJ)

ὁ, a howling, Theognost.Can.76.

Greek (Liddell-Scott)

ὠρυτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἐθρήνησέ τις ὠρυόμενος, Θεογνώστου Κανόν. σ. 75 ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Μ ὠρύομαι
αυτός τον οποίο θρήνησε κανείς ωρυόμενος.

Translations