troublesome
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. βαρύς, ὀχληρός, δυσχερής, λυπηρός, κακός, ἀνιαρός, ἐπαχθής, προσάντης (Plato), Ar. and P. χαλεπός, ἐπίπονος, P. πραγματώδης, V. ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), ἐμβριθής (Sophocles, Fragment), πολύπονος, δυσπόνητος, λυπρός.
difficult to deal with: P. and V. ἄπορος.