αμάρα
Greek Monolingual
η (Α ἀμάρα)
1. αυλάκι για την άρδευση κήπων
2. οχετός, υπόνομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως τεχνικός όρος με σπάνια χρήση. Κατά μια άποψη η λ. πιθ. να είναι συγγενής ετυμολογικά με το ουσ. ἄμη «φτυάρι». Κατά την άποψη αυτή η λ. ἀμάρα αποτελεί παράγωγο του ρημ. διαμῶ, εξαμῶ «ανοίγω αυλάκι». Ο σχηματισμός της οφείλεται σε επίδραση τών ουσ. τάφρος (< θάπτω) και χαράδρα. Κατ’ άλλη άποψη η λ. είναι πιθ. να αποτελεί δάνειο ανατολικής προελεύσεως, πρβλ. χεττιτ. amiyar(a) «οχετός, αυλάκι, διώρυγα». Τέλος κατ’ άλλους η λ. πιθ. να συνδέεται με το αλβ. ame «κοίτη ποταμού» και τα ονόματα τών ποταμών Amana, Amantra κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμαρεύω, ἀμαρήιος, ἀμαριαῖος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμαρησκαπτήρ.