ενέργεια
Greek Monolingual
η (AM ἐνέργεια)
1. δράση, κίνηση ή δραστηριότητα προς εκτέλεση έργου
2. δραστικότητα, αποτελεσματικότητα («η ενέργεια του φαρμάκου»)
3. διάθεση του ρήματος που εκφράζει δράση του υποκειμένου
νεοελλ.
1. προσπάθεια («συντονισμός ενεργειών»)
2. έμπρακτη εκδήλωση διαθέσεων, τάσεων («φιλική ενέργεια», «εχθρική, άστοχη ενέργεια»)
3. δύναμη που παράγει κίνηση, θερμότητα κ.λπ. («ηλεκτρική ενέργεια, αιολική, πυρηνική, ατομική»)
4. δύναμη που βρίσκεται στην ακμή της, που εκδηλώνεται με έντονη δραστηριότητα («ηφαίστειο εν ενεργεία»)
5. φρ. α) «πηγές ενέργειας» — φυσικές πηγές που με κατάλληλη αξιοποίηση παράγουν κίνηση, θερμότητα κ.λπ.
β) «αξιωματικός εν ενεργεία» — η κατάσταση αξιωματικού τοποθετημένου σε θέση τών σωμάτων ή υπηρεσιών ή στον οποίο έχει ανατεθεί ειδική υπηρεσία ή αποστολή
7. «προς ενέργειαν» — χαρακτηρισμός εγγράφου στο οποίο πρέπει να δοθεί απάντηση ή να κινηθούν υπηρεσιακές διαδικασίες
μσν.
1. ανδρεία
2. ένταση
αρχ.
1. φυσιολογική λειτουργία
2. δύναμη που επιφέρει εξωτερικά αποτελέσματα («δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ»)
3. φρ. «ἐνεργείᾳ ὑπάρχειν» — το να υπάρχει κάτι πραγματικά, να διαπιστώνεται η ύπαρξη του
4. ζωηρότητα ύφους και εκφράσεως.