ἐπερείδω

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A drive against, ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη [ἔγχος] νείατον ἐς κενεῶνα drove it home, Il.5.856, cf. 17.48; ἐπέρεισε δὲ ἶν' ἀπέλεθρον put vast strength to it, 7.269, Od.9.538; thrust a door to, shut it close, Q.S.12.331; ἐ. γένειόν τινι lean it upon .., Ael.NA5.56: metaph., ἐ. τὸν νοῦν attend to a thing, A.D.Synt.148.20; τὴν διάνοιαν Plu.2.392b; ἐ. τῷ φιλεῖν ἐμαυτόν give oneself up to, ib.463c; direct, πρὸς τὴν θεὸν τὸν λόγον Sch.Pi.N.7.1:—Med., rest in or upon, βαυκάλη ἐπὶ διαγωνίων λίθων ἐπηρεισμένη Sor.1.109: metaph., ψυχαὶ -όμεναι πνεύματι Porph.Abst.2.38; οὐσίᾳ Plot.6.1.3; ἄλλῳ Id.5.5.7; ἐπ' ἄλλου Iamb.Comm.Math.8.    2 ἐ. τὴν φάλαγγά τινι bring the whole force of the phalanx against, Plu.Flam.8: abs., ἐ. τοῖς ἀντιτεταγμένοις Id.Pyrrh.21, cf. Arr.Tact.16.13:—Med., Ael. Tact.14.5.    3 Med., λαίφη προτόνοις ἐπερειδομένας staying their sails with ropes, E.Hec.112:—Pass., lean or bear upon, βακτηρίαις Ar.Ec.277, cf. Pl.Lg.789e: metaph., lean upon, ἡμετέρῃ ἐ. Ἑλλὰς ἐφορμῇ A.R.4.204: abs., resist with all one's force, Ar.Ra.1102.    4 Pass., to be leaned on, J.AJ9.4.4.    b to be subject to pressure or impact, Chrysipp.Stoic.2.142.    II intr. in Act., τῇ χειρὶ ἐπερείδειν press heavily with the hand, Hp.Art.11.

German (Pape)

[Seite 917] (s. ἐρείδω), daran lehnen, darauf stützen, dagegenstämmen; ἐπέρεισε δὲ ἶν' ἀπέλεθρον Il. 7, 269 Od. 9, 538, er strengte unermeßliche Kraft an; ἐπέρεισε (ἔγχος) ἐς κενεῶνα Il. 5, 856, stieß den Speer in den Bauch; sp. D.; bei Qu. Sm. 12, 331 im Ggstz von ἀνωΐξαι πτύχας, die Thür anlehnen, verschließen; τὴν φάλαγγά τινι Plut. Flamin. 8; auch intrans., sich entgegenstämmen, Pyrrh. 21; – übertr., τὴν διάνοιαν, auf Etwas richten, Plut. de El ap. Delph. 18. – Med. sich woran lehnen, worauf stützen, ταῖς βακτηρίαις ἐπερειδόμενοι βαδίζετε Ar. Eccl. 277; σχεδίας λαίφη προτόνοις ἐπερειδομένας Eur. Hec. 114; βίᾳ Plat. Legg. VII, 789 e; sich dagegenstämmen, Ar. Ran. 1100; δακτύλοτ ἐπερεισθέντος Sext. Emp. adv. log. 1, 374.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπερείδω: μέλλ. -ερείσω, ὠθῶ, ἐλαύνω τι εἴς τι, ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη ἔγχος… νείατον ἐς κενεῶνα Ἰλ. Ε. 856, πρβλ. Ρ. 48· δεύτερος αὖτ’ Αἴας πολὺ μείζοντα λᾶαν ἀείρας ἦκ’ ἐπιδινήσας, ἐπέρεισε δὲ ἶν’ ἀπέλεθρον, ἔβαλε δὲ μεγάλην δύναμιν, Η. 269, Ὀδ. Ι. 538·- κλείω καλῶς (θύραν), ἐπίστατο… ἢ μὲν ἀνωΐξαι κείνου (τοῦ δουρείου ἵππου) πτύχας, ἠδ’ ἐπερεῖσαι Κόϊντ. Σμ. 12. 331· στηρίζω ἐπάνω εἴς τι. ἐπακκουμβῶ, νέουσι δὲ (αἱ ἔλαφοι) κατὰ στοῖχον, καὶ ἀλλήλων ἔχονται, τὰ γένεια αἱ ἑπόμεναι τῶν προηγουμένων τῇ ὀσφύϊ ἐπερείδουσαι Αἰλ. π. Ζ. 5. 56·- μεταφ., ἐπ. τὴν διάνοιάν τινι, προσέχειν εἴς τι, Πλούτ. 2. 392Α· ἐπ. τῷ φιλεῖν ἐμαυτὸν, παραδίδομαι εἰς…, αὐτόθι 463C· ἐπ. τὴν φάλαγγά τινι, ἐπιφέρειν ἅπασαν τὴν ὁρμὴν τῆς φάλαγγος κατά τινος, ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Φλαμιν. 8, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ βίον Πύρρ. 21.- Μέσ., λαίφη προτόνοις ἐπερειδομένας, «ἐπερειδούσας τὰ ἄρμενα ἐν σχοινίοις» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἑκ. 114.- Παθ., στηρίζομαι, ἀκκουμβῶ ἐπάνω εἴς τι, κᾆτα ταῖς βακτηρίαις ἐπερειδόμεναι βαδίζετ’ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 277, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 789Ε· μεταφ., στηρίζομαι, πέποιθα εἴς τι, ἔχω τὰς ἐλπίδας μου εἰς αὐτό, ἡμετέρῃ δ’ ἐπερείδεται Ἑλλὰς ἐφορμῇ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204· ἀπολ., ἀνθίσταμαι μεθ’ ὅλης τῆς δυνάμεώς μου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπερείδειν τῇ χειρί, πιέζειν ἰσχυρῶς, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 788.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 appuyer sur ; fixer solidement ; fig. τὴν διάνοιάν τινι PLUT fixer sa pensée sur qch;
2 appuyer contre ; enfoncer : ἔγχος ἐς κενεῶνα IL une lance dans le creux du flanc ; τὴν φάλαγγά τινι PLUT porter toutes les forces de la phalange contre l’ennemi;
II. intr. s’appuyer contre, résister de toutes ses forces;
Moy. ἐπερείδομαι s’appuyer sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἐρείδω.

English (Autenrieth)

aor. ἐπέρεισε: lean or bear on hard; Athēna lends force in driving the spear of Diomed, Il. 5.856; Polyphēmus throws enormous strength into his effort as he hurls the stone, Od. 9.538.

Greek Monolingual

(AM ἐπερείδω)
στηρίζω πάνω σε κάτι
αρχ.-μσν.
σπρώχνω, μπήγω κάπου («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη [[[ἔγχος]]] νείατον ἐς κενεῶνα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. πιέζω με δύναμη («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.)
2. σπρώχνω την πόρτα για να κλείσει καλά
3. εντείνω (κυρίως τις δυνάμεις μου) («ἐπέρεισε ἵν' ἀπέλεθρον», Ομ. Οδ.)
4. αντιστέκομαι με όλες τις δυνάμεις μου
5. στρέφω όλη τη δύναμη του ενός εναντίον άλλου («ὅλην ἐπερείσας τὴν φάλαγγα τοῑς Ῥωμαίοις», Πλούτ.)
6. στρέφω την προσοχή μου κάπου («ἄν τὴν διάνοιαν ἐπερείσης», Πλούτ.)
7. στέλνω
8. μέσ. ἐπερείδομαι
α) είμαι πλαγιασμένος κάπου
β) στηρίζω τις ελπίδες μου κάπου («ἐπερείδεται εἰς τὴν εὔνοιαν τῶν ἰσχυρῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω - ωθώ»].