ἴυγξ
English (LSJ)
ἴυγγος, ἡ, (ἰύζω, cf. Dam.Pr.213),
A wryneck, Iynx torquilla, Arist.HA504a12, PA695a23, Ael.NA6.19; used as a charm to recover unfaithful lovers, being bound to a revolving wheel, ἴ. τετράκναμος Pi.P.4.214, cf. AP5.204; ἕλκειν ἴυγγα ἐπί τινι X.Mem.3.11.18; ἴ. ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα Theoc.2.17: metaph., ἕλκομαι ἴυγγι ἦτορ as by the magic wheel, Pi.N.4.35; ὥσπερ ἀπὸ ἴυγγος τῷ κάλλει ἑλκόμενος Luc.Dom.13. 2 metaph., spell, charm, τῇ σῇ ληφθέντες ἴυγγι Ar.Lys.1110, cf. S.Fr.474 (prob. cj.), Lyc.310, D.L. 6.76, Plu.2.1093d (prob. cj. in 568a), Philostr.VA8.7 (pl.), Hld.8.5; passionate yearning for, ἀγαθῶν ἑτάρων A.Pers.989. 3 in pl., name of certain 'Chaldaic' divinities, Procl.in R.2.213K., in Cra.p.33 P., Dam.Pr.111, al.: in sg., ἡ πρώτη ἴ. ib.217, cf. 213. 4 = σῦριγξ μονοκάλαμος, EM480.1. [ῑ Ep. and Pi.; ῐ Att.]
German (Pape)
[Seite 1275] ἴυγγος, auch ἰύγξ geschrieben, ἡ, der Wendehals, ein kleiner Vogel, nach seinem Geschrei (ἰύζω) benannt, Arist. H. A. 2, 12 Ael. N. A. 6, 19. Auf einen metallenen Kreisel od. ein Rad gebunden u. umgedreht, galt er bei den Zauberinnen des Alterthums für einen wirksamen Liebeszauber, φίλτρον, bes. um einen ungetreuen Liebhaber zurückzuführen, Theocr. id. 2; Ep. ad. 113 (v. 205); οὐκ ἄνευ πολλῶν φίλτρων τε καὶ ἐπῳδῶν καὶ ἰύγγων Xen. Mem. 3, 11, 17; ἴυγγα ἕλκειν ἐπί τινι, den Zauberkreisel gegen Einen umdrehen, einen Geliebten herbeizaubern, ib. 18; übh. Zauberreiz, Liebreiz, heftiges Verlangen wonach, ἴυγγι ἕλκομαι ἦτορ Pind. N. 4, 35, ποικίλαν ἴυγγα ζεύξασα P. 4, 214; οἱ πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων τῇ σῇ ληφθέντες ἴυγγι Ar. Lys. 1110; ἴυγγες Plut. non posse 11; ὥςπερ ἀπὸ ἴυγγος τῷ κάλλει ἑλκόμενος Luc. dom. 13. [Ι ist bei Pind. u. Ep. lang.]
French (Bailly abrégé)
ἴυγγος (ἡ) :
1 bergeronnette, petit oiseau;
2 iynx, sorte de diabolo, petite roue munie d’un double cordon, qui ronflait et sifflait quand on tirait sur ce cordon;
3 sortilège d’amour, parce qu’on se servait de cet oiseau et du diabolo dans les incantations magiques ; vif désir, et, p. suite regret.
Étymologie: DELG pê ἰύζω.
Greek Monolingual
ἴυγξ, -γγος, ὁ, ἡ (Α)
1. το πτηνό σεισοπυγίς, η σουσουράδα
2. (ειδ.) άγνωστο πτηνό, πιθ. η σεισοπυγίς
3. μτφ. ο μαγικός τροχός («ἕλκομαι ἴυγγι ἦτορ» — αισθάνομαι έλξη στην καρδιά μου σαν από μαγικό τροχό, Πίνδ.)
4. μτφ. μαγεία, γοητεία, μαγικό φίλτρο («τῆ σῆ ληφθέντες ἴυγγι», Αριστοφ.)
5. σφοδρή επιθυμία, πόθος ή, κατ' άλλη ερμ., θλιβερή ανάμνηση, καημός
6. στον πληθ. αἱ ἴυγγες
ονομασία χαλδαϊκών θεοτήτων
7. φρ. «σῡριγξ μονοκάλαμος» — αυλός με ένα καλάμι (Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰύζω + επίθημα -γξ, -γγος το οποίο εμφανίζεται συχνά σε ονομασίες πτηνών και μουσικών οργάνων (πρβλ. πῶυ-γξ, σάλπι-γξ)].