αυδή
Greek Monolingual
αὐδή, η (Α)
1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή
2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή
3. φήμη, διάδοση
4. άσμα, ωδή
5. φωνή του θεού, χρησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο, χρησιμοποιείται κατ' αντιδιαστολή προς τα φωνή (λ. που επίσης αναφέρεται στη φωνή των ζώων) και φθόγγο. Ο τ. αυδ-ή αποτελεί τη μηδενισμένη βαθμίδα της ινδοευρ. ρίζας a-wed- / -wed- «μιλώ, τραγουδώ» (ο τύπος α-wed- επαυξημένη μορφή της ρίζας wed- με α- προθεματικό). Από την ίδια ρίζα έχουν επίσης σχηματιστεί οι τύποι αηδών (στην εκτεταμένη μορφή αFηδ-), το α(F)είδω, πιθ. το β' συνθετικό του κυρίου ονόματος Ησίοδος (< ίημι + Foδā, Fοδή < wod-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας wed-) και, τέλος, τα ύδη, υδέω, ύδω, ύδης (< μηδενισμένη βαθμίδα ud-). Η ερμηνεία των «γλωσσών» του Ησυχίου «γοδόν
γόητα» και «γοδάν
κλαίειν» αντίστοιχα ως Foδόv και Foδάν (< wod-, πρβλ. Foδā) δεν είναι καθολικά αποδεκτή. Επιχειρήθηκε ακόμη η ερμηνεία της σχέσεως αυδή - αείδω με βάση τη λαρυγγική θεωρία, σύμφωνα με την οποία, και κατά το πρότυπο αυγ- / αFεγ- (πρβλ. αύξω, aFέξω), αυδή < ∂2eu-d- και aFέδω < ∂2u-ed-. Η υπόθεση αυτή προκαλεί δυσχέρειες σχετικά με την ερμηνεία του αFείδω. Τέλος ο τ. αυδή συσχετίζεται με αρκετούς τύπους άλλων ινδοευρ. γλωσσών, που ανάγονται στη ρίζα wed-, πρβλ. αρχ. ινδ. vadati «μιλάω» με τη μτχ. ud-ita (< ασθενή βαθμίδα ud-), λιθ. vadinu «καλώ, ονομάζω» κ.ά.
ΠΑΡ. αρχ. αυδάζομαι, αυδήεις, αυδώ.
ΣΥΝΘ. άναυδος
αρχ.
έναυδος].