συντήρηση
Greek Monolingual
η / συντήρησις, -ήσεως, ΝΜΑ [συντηρῶ (II)]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συντηρώ, διατήρηση, διαφύλαξη
νεοελλ.
1. η διατήρηση στη ζωή, επιβίωση
2. διατροφή
3. ο εκτός από την κατάψυξη χώρος του ψυγείου
4. τεχνολ. το σύνολο τών δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στη διατήρηση κάθε είδους κατασκευής ή πράγματος σε καλή κατάσταση («συντήρηση τών μηχανών»)
5. μτφ. εμμονή στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων
6. φρ. α) «συντήρηση τροφίμων»
(τροφ. τεχνολ.) το σύνολο τών μεθόδων με τις οποίες αποφεύγεται η καταστροφή τών τροφίμων μετά τη συγκομιδή ή τη σφαγή, την αλίευση ή τη θήρευση
β) «ικανότητα συντήρησης»
(τροφ. τεχνολ.) η ιδιότητα κάθε τροφίμου να διατηρεί αναλλοίωτα τα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά και κατά συνέπεια την ποιότητά του, για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα
γ) «συντήρηση και αποκατάσταση έργων τέχνης» — σύνολο εργασιών και επεμβάσεων που αποσκοπούν στη διακοπή της διεργασίας φθοράς ενός έργου τέχνης ή οποιουδήποτε αντικειμένου που μαρτυρεί την ανθρώπινη ιστορία, στη σταθεροποίηση αυτού του έργου ή αντικειμένου, ώστε να διατηρηθεί και, ενδεχομένως, να αποκατασταθεί σε ορισμένο βαθμό στην αρχική του μορφή.