ἀηδής

Revision as of 17:27, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ές, (ἦδος)

   A distasteful, nauseous, of food, drugs, etc., Hp.VM10 (Comp.), Acut.23,Pl.Lg.660a, etc.    2 generally, unpleasant, οὐδέν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι Hdt.7.101, cf. Pl.Lg.893a, al.: freq.in Pl.of narration, ἀηδές or οὐκ ἀηδές ἐστι, Ap.33c, 41b, Phd.84d: Comp., Hdt. l.c.: Sup. -έστατος Pl.Lg.663c, Phdr.240b.    II of persons, disagreeable, odious, ἀπογηράσκων ἀ. γίγνεται Alex.278, cf. D.47.28, Arist. EN1108a30, Thphr.Char.20.1; τινί to one, Pl.Phd.91b, Phld.Ir. p.51 W.    III Adv.-δῶς unpleasantly, ζῆν Pl.Prt.351b; ἀ. ἔχειν τινί to be on bad terms with one, D.20.142, cf. 37.11; ἀ. διακεῖσθαι, διατεθῆναι, πρός τινα, Lys.16.2, Isoc.12.19.    2 without pleasure to oneself, unwillingly, πίνειν, ἀκούειν, X.Cyr.1.2.11, Isoc.12.62; οὐκ ἀ. Pl Prt.335c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀηδής: -ές, (ἦδος) δυσάρεστος εἰς τὴν γεῦσιν, ἄνοστος, ναυτιώδης, ἐπὶ τροφῆς, φαρμάκων, κτλ. Ἱππ. Ἀφ. 1246, Πλάτ. Νόμ. 660Α. 2) καθόλου: περὶ παντὸς δυσαρέστου πράγματος, ὡς, οὐδὲν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι, Ἡρόδ. 7. 101, Πλάτ. Νόμ. 893Α, καὶ ἀλλ. ― Παρὰ Πλάτωνι συχνάκις ἐπὶ διηγήσεως, ἀηδές, ἢ οὐκ ἀηδές ἐστι, Ἀπολ. 33C. 41Β. Φαίδων 84D: ― συγκρ. ἀηδέστερος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω: ― ὑπερθετ. ἀηδέστατος, Πλάτ. Νόμ. 663C. Φαῖδρ. 40Β. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, δυσάρεστος, ἐπαχθής, οὐκ ἀνεκτός· ἀπογηράσκων ἀ. γίγνεται, Ἄλεξ. Ἄδηλ. 15· πρβλ. Δημ. 1147. 12. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7. 13, καὶ ἀλλ. τινί, εἴς τινα, διά τινα, Πλάτ. Φαίδων 91Β. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -δῶς, δυσαρέστως· ζῆν, ὁ αὐτ. Πρωτ. 351Β· πρβλ. Φαίδωνα 88C. καὶ ἀλλ. ἀηδῶς ἔχειν τινί, διατελῶ ἐν δυσαρέστῳ σχέσει πρός τινα, Δημ. 500. 15· οὕτως: ἀηδῶς διακεῖσθαι, ἀηδῶς διατεθῆναι, πρός τινα, Λυσ. 145, 36. Ἰσοκρ. 237Α. 2) δυσαρέστως, ἀκουσίως, οὐκ ἀ., Πλάτ. Πρωτ. 335C, καὶ ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
désagréable, odieux.
Étymologie: ἀ, ἡδύς.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): dór. ἀαδές Hsch., contr. ἀδής Thgn.296, Hsch.

• Morfología: [sg. ac. αὐάδην Sapph.22.5; plu. nom. αὐάδεες Inc.Lesb.34.11]
I 1desagradable, molesto
a) de pers., frec. c. part. concert. φθεγγόμενος δ' ἀδής cuando habla es molesto Thgn.296, cf. Pl.Phd.91b, Smp.176c, Tht.195b, Alex.280, D.47.28, Arist.EN 1108a30, IG 12(9).292 (Eretria III a.C.), Phld.Ir.24.1, de Polifemo ὡς μὴ βορὸς μηδὲ ἀ. φαίνοιτο para que no pareciera tragón y desagradable Philostr.Im.2.18.2, c. inf. οὐκ ἀ. ... εἴμ' ἰδεῖν Men.Pc.302, οὐδὲ γὰρ σφόδρ' εἶ ἄκρως ἀ. ὥστε γ' εἰπεῖν pues no eres tan consumadamente desagradable como para decirlo Men.Mis.A91;
b) de abstr., gener. neutr. φὰς οὐδέν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι diciendo que nada le sería más desagradable Hdt.7.101, cf. Pl.Ap.33c, Lg.893a, D.19.225, Isoc.5.37, SB 7518.8 (IV/V d.C.), εἰπεῖν D.48.8, παθεῖν D.24.31, cf. Iambl.Protr.21, ἀκοῦσαι Isoc.12.156, cf. Is.3.11;
c) de cosas, esp. de alimentos o medicamentos σῖτος Hp.VM 10, cf. Acut.23, Pl.Lg.660a, ἀναθυμίασις Gp.2.27.2, ἀπό τινος ἀσθενείας ... τὰ εὐτρεπισθέντα ἀηδῆ φανῆναι Pall.V.Chrys.12.20.
2 ret. y gram. desagradable, inadecuado, improcedente (de la λέξις εἰρομένη op. a la λέξις κατεστραμμένη) ἔστι ... ἀηδὴς διὰ τὸ ἄπειρον Arist.Rh.1409a31, cf. Phryn.331.
II adv. -ῶς
1 desagradablemente ζῆν op. ἡδέως Pl.Prt.351c.
2 sin gracia περιδέραια ... γυναιξὶν οὐκ ἀηδῶς προσανθοῦσι los collares a las mujeres les sientan agraciadamente Philostr.Im.2.8.5.
3 en constr. pers. c. ἔχω estar disgustado, enfadado τισίν, οἷς ἀ. ἔχει D.20.142, cf. BGU 665.3.10 (I d.C.), tb. c. otros verb. ἀ. ἢ κακῶς διακείμενος Lys.16.2, ἀ. τινας τῶν παρόντων διατεθῆναι πρὸς ἡμᾶς Isoc.12.19
estar disgustado, apenado por la muerte de alguien PRoss.Georg.3.2.2 (III d.C.), cf. 2Ep.Clem.19.2.
4 de mala gana, mal de su grado ταῦτ' ἄν ... οὐκ ἀ. σου ἤκουον no te habría escuchado eso de mala gana Pl.Prt.335c, cf. Isoc.12.62, Plb.18.7.5, πίνειν X.Cyr.1.2.11, ἀ. τρεφόμενος παρὰ τούτων PLond.1708.93 (VI d.C.).

Greek Monotonic

ἀηδής: -ές (ἦδος),
I. 1. δυσάρεστος στη γεύση, άνοστος, λέγεται για φαγητό, σε Πλάτ.
2. γενικά, δυσάρεστος· οὐδὲν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι, σε Ηρόδ.· σε Πλάτ. λέγεται συχνά για διήγηση, ἀηδέςή οὐκ ἀηδές ἐστι.
II. λέγεται για πρόσωπα, δυσάρεστος, επαχθής, μη ανεκτός, στον ίδ.
III. 1. επίρρ. -δῶς, δυσάρεστα, με δυσαρέσκεια, στον ίδ.· ἀηδῶς ἔχειν τινί, έχω δυσάρεστη διάθεση απέναντι σε κάποιον, εναντιώνομαι, διάκειμαι εχθρικά, σε Δημ.
2. με προσωπική δυσαρέσκεια, απρόθυμα, αθέλητα, ακούσια, σε Πλάτ.