ἀνιχνεύω

Revision as of 20:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

(ἀνά, ἰχνεύω)

   A track, as a hound, Il.22.192, cf. Arist.HA624a28 (of bees), AP5.301 (Agath.), Porph.Sent.43, Jul.Or.6.183b: generally, trace out, search out, Plu.Caes.69; χέρσον ἀ. Lyc.824:—also ἀνιχνεῖν, Epigr.Gr.270.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιχνεύω: (ἀνά, ἰχνεύω) ἀναζητῶ τὰ ἴχνη ὡς ὁ κυνηγετικὸς κύων, Ἰλ. Χ. 192, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 13: ἐν γένει, ἀνιχνεύω, ἐξερευνῶ, ἀναζητῶ, Πλουτ. Καῖσ. 69· χέρσον ἀν. Λυκόφρ. 824: - ἀνιχνεύω ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2372.

French (Bailly abrégé)

dépister.
Étymologie: ἀνά, ἰχνεύω.

English (Autenrieth)

(ἴχνος): track back, Il. 22.192.

Spanish (DGE)

1 seguir la pistade un perro Il.22.192, de las abejas, Arist.HA 624a28, de pers. D.C.76.10.2, GVI 1382 (Cartaia IV/V d.C.), Nonn.D.29.375, Par.Eu.Io.18.4.
2 explorar χέρσον Lyc.824
fig. investigar ὕβριν ἀ. δώματος ἀλλοτρίου AP 5.302.18 (Agath.), θεωρίαν Porph.Sent.43, τὰς δυνάμεις (τῆς ψυχῆς) Iul.Or.9.183b
abs. Plu.Caes.69.

Greek Monolingual

ἀνιχνεύω)
1. ερευνώ, ψάχνω κάτι παρακολουθώντας τα ίχνη του, ιχνηλατώ
2. αναζητώ, ψάχνω με προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ιχνεύω.
ΠΑΡ. ανίχνευση
νεοελλ.
ανιχνευτής].

Greek Monotonic

ἀνιχνεύω: μέλ. -σω (ἀνά, ἰχνεύω), ανιχνεύω, εντοπίζω ως κυνηγετικό σκυλί, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, ανιχνεύω, αναζητώ, εξερευνώ, σε Πλούτ.