προνέμω

Revision as of 07:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A assign beforehand, τινί τι Pi.I.8(7).18; καθαρὰς χεῖρας π. present unspotted hands, A.Eu.313 (anap.).    II Med., go forward in grazing: hence, gain ground, spread, π. Ἄρης S.El.1384 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 735] (s. νέμω), voraus, vorher theilen, zutheilen; Αἰγίνᾳ χαρίτων ἄωτον προνέμειν, Pind. I. 7, 16, – χεῖρας προνέμειν, bei Aesch. Eum. 303, muß, wenn die Lesart richtig ist, »ausstrecken« bedeuten. – Med. eigtl. vorwärts weiden, Fortschritte machen, um sich greifen, Soph. El. 1376.

Greek (Liddell-Scott)

προνέμω: ἀπονέμω προηγουμένως, τινί τι Πινδ. Ι. 8. 37· καθαρὰς χεῖρας πρ., παρουσιάζω ἀμώμους χεῖρας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 313. ΙΙ. Μέσ., προχωρῶ βοσκόμενος· ὅθεν, προβαίνω, ἐκτείνομαι, ἐπὶ πολέμου, Σοφ. Ἠλ. 1384. ― Παθ. ἐπινέμω.

French (Bailly abrégé)

tendre en avant, acc.;
Moy. προνέμομαι paître en s’avançant., càd s’avancer à mesure qu’on paît ; fig. s’avancer.
Étymologie: πρό, νέμω.

English (Slater)

προνέμω
   1 make first offering of c. acc. & dat. χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (I. 8.16)

Greek Monolingual

Α νέμω
1. απονέμω, διανέμω κάτι σε κάποιον εκ τών προτέρων
2. μέσ. προνέμομαι
α) εξακολουθώ να βόσκω
β) προχωρώ, προοδεύω
γ) (για πόλεμο) επεκτείνομαι, εξαπλώνομαι («ἴδεθ' ὅποι προνέμεται τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης», Σοφ.).

Greek Monotonic

προνέμω: μέλ. -νεμῶ ,
I. παραχωρώ, απονέμω εκ των προτέρων, τί τινι, σε Πίνδ.· καθαρὰς χεῖρας προνέμω, παρουσιάζω, έχω ακηλίδωτα χέρια, σε Αισχύλ.
II. Μέσ., βαδίζω μπροστά για βοσκή, απ' όπου, κερδίζω έδαφος, βαίνω προς τα εμπρός, λέγεται για πόλεμο κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

προνέμω: 1) уделять, давать в удел (Αἰγίνᾳ τι Pind.);
2) простирать, протягивать (χεῖρας Aesch.);
3) med. устремляться вперед (Ἄρης προνέμεται Soph.).