ἀσεβής

Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ές, (σέβω)

   A ungodly, unholy, profane, sacrilegious, opp. εὐσεβής, Pi.Fr.132.1, A. Supp.9 (anap.); τὸν ἀσεβῆ, of Oedipus, S.OT1382,1441; σκοπῶν τί ἀ. X.Mem.1.1.16: c. gen., θεῶν ἀσεβής against them, Paus.4.8.1; ἀσεβέστεροι περὶ θεούς X.Cyr.8.8.27; πρὸς ἀλλοτρίους J.BJ5.10.5. Adv. -βῶς, Sup. -έστατα D.C.79.9.

German (Pape)

[Seite 369] ές, die Götter nicht ehrend, gottlos, frevelhaft, Pind. frg. 97; Aesch. Sept. 813 u. Folgde; Ggstz θεοσεβής Plat. Crat. 394 d; auch ἔργα u. dgl.; τὸ ἀσεβές, Gottlosigkeit, Xen. Mem. 1, 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσεβής: -ές, (σέβω) ὁ μὴ εὐσεβής, ὁ μὴ σεβόμενος θεούς, ἄθεος, βέβηλος, ἐναγής, ἱερόσυλος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐσεβής, Πινδ. Ἀποσπ. 97. 1, Αἰσχύλ. Ἰκ. 9· τὸν ἀσεβῆ, ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος, Σοφ. Ο. Τ. 1382, 1441: τὸ ἀσ. = ἀσέβεια, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 16· μετὰ γεν., θεῶν ἀσεβής, μὴ σεβόμενος θεούς, Παυσ. 4. 8, 1· περὶ θεοὺς Ξεν. Κύρ. 8. 8, 27· πρὸς ἀλλοτρίους Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 10, 5. - Ἐπίρρ. -βῶς, ὑπερθ. -έστατα, Δίων Κ. 79. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
impie, sacrilège ; τὸ ἀσεβές impiété ; profane LSJ;
Cp. ἀσεβέστερος, Sp. ἀσεβέστατος.
Étymologie: ἀ, σέβω.

Spanish (DGE)

-ές
1 de pers. que comete o ha cometido impiedad contra la divinidad o algo sagrado, impío (οἱ Πέρσαι) ἀσεβεῖς περὶ θεούς X.Cyr.8.8.27, ὅταν ἐξ ἀνδρὸς ... θεοσεβοῦς ἀ. γίγνηται Pl.Cra.394d, ἄνθρωποι Pl.Lg.886a, οὗτός ἐστ' ἀ. καὶ μιαρός D.21.14, cf. Plu.2.19e, c. gen. θεῶν ἀσεβεῖς ὅσοι Δωριεῦσι πατρῷοι impíos para con los dioses patrios de los dorios Paus.4.8.2
muy frec. en lit. crist. ἐγὼ δὲ καὶ ὁ λαός μου ἀσεβεῖς LXX Ex.9.27, de los hebreos ἧττον ἀσεβεῖς ... πρὸς ἀλλοτρίους I.BI 5.443, ἡμεῖς οὖν γενώμεθα ἐκ τῶν εὐχαριστούντων ... καὶ μὴ ἐκ τῶν κρινομένων ἀσεβῶν 2Ep.Clem.18.1
subst. masc. ὁ ἀ. el impío (de Edipo), S.OT 1382, 1441, OC 823, τῶν ἀσεβῶν ... ἀσεβέστατος Pl.Lg.907b, ὁ δίκαιος καὶ ὁ ἀ. LXX Ge.18.25, οὐ δικαιώσεις τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων LXX Ex.23.7, ὁδοὶ ἀσεβῶν LXX Pr.2.22, 4.14, etc.
2 de abstr. y n. de acción que comporta impiedad, impío θάνατος A.A.1493, διάνοια A.Th.831, cf. Supp.9, βίος Pl.Lg.886b, λόγοι Pl.Lg.891d, cf. Isoc.12.203, X.Mem.1.1.16, ἔργον D.20.126, ζῆλος ἄδικος καὶ ἀ. 1Ep.Clem.3.4
neutr. plu. subst. cosas impías μήθ' ἕρδειν μήτε λέγειν ἀσεβῆ Thgn.1180, δεινὰ καὶ ἀσεβῆ ἐργάσασθαι Pl.R.391d
sg. la impiedad op. τὸ εὐσεβές Pl.Euthphr.5c
neutr. plu. sup. como adv. αὐτὴν ἀσεβέστατα ᾔσχυνεν D.C.79.9.3.
3 adv. -ῶς impíamente ἐκείνῳ ἀ. ἐπεβούλευσαν D.C.44.1.2.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of σέβομαι; irreverent, i.e. (by extension) impious or wicked: ungodly (man).

English (Thayer)

ἐς (σέβω to reverence); from Aeschylus and Thucydides down, the Sept. for רָשָׁע ; destitute of reverential awe toward God, contemning God, impious: ἁμαρτωλός, as in Jude 1:4,15.

Greek Monolingual

-ές και άσεβος, -η -ο (AM ἀσεβής, -ές)
αυτός που δεν σέβεται τα θεία, ο βέβηλος ή ο ιερόσυλος
νεοελλ.
1. αυτός που φέρεται με ασέβεια προς τους άξιους σεβασμού
2. αυτός που εκδηλώνει ασέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασεβής < α-στερ. + -σεβής < σέβας, ενώ ο τ. άσεβος < ασεβής, με μεταπλασμό κατά τα εις -ος (πρβλ. αβαθής -άβαθος, αβλαβής -άβλαβος, ατυχής -άτυχος κ.ά.
ΠΑΡ. ασέβεια, ασεβώ].

Greek Monotonic

ἀσεβής: -ές (σέβω), αθεόφοβος, άθεος, ανόσιος, βλάσφημος, σε Σοφ.· τὸ ἀσεβές = ἀσέβεια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀσεβής: нечестивый, кощунственный (sc. ἀνήρ Pind., Soph., Xen., Plat.; γάμος Aesch.; ἔργον Plut.).