ἀϋτμή

Revision as of 17:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ἡ, (ἄημι)

   A breath, εἰς ὅ κ' ἀ. ἐν στήθεσσι μένη Il.9.609; τεῖρε δ' ἀ. Ἡφαίστοιο the fiery breath of Hephaistos, 21.366; ὅσσον πυρὸς ἵκετ' ἀ. Od.16.290 (hence abs. for heat, 9.389): in pl., περισχίζοντο δ' ἀϋτμαὶ Ἡφαίστου Q.S.13.329; of bellows, εὔπρηστον ἀ. ἐξανιεῖσαι Il.18.471; ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν Od.11.400.    2 scent, fragrance, με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀ. 12.369, cf. Il.14.174; θήρειος ἀ. scent of game, Opp.C.1.467.

German (Pape)

[Seite 396] (ἄω, ἄημι), ἡ, Hauch, Athem, εἰς ὅ κ' ἀυτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ Il. 9, 609; Wind des Blasebalgs 18, 471; vom Winde Od. 11, 400; Duft des Oels Il. 14, 174; κνίσης Od. 12, 369; πυρός, Feuerqualm, Rauch, 16, 290; die Lohe 9, 389; vgl. Hes. Th. 861; öfter bei späteren Dichtern; θήρειος ἀϋτμή Opp. C. 1, 466, die Witterung des Wildes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀϋτμή: ἡ, (ἄημι) ἀναπνοή, πνοή, εἰς ὅ κ’ ἀϋτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ, Ἰλ. Ι. 609, κτλ.˙ τεῖρε δ’ ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο, ἡ πυρώδης πνοὴ τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Φ. 366˙ ὅσσον πυρὸς ἵκετ’ ἀϋτμὴ Ὀδ. Π. 290˙ (ἐντεῦθεν ἀπολ. πρὸς δήλωσιν θερμότητος Ι. 389)˙ κατὰ πληθ., περισχίζοντο δ’ ἀϋτμαὶ Ἡφαίστου Κόϊντ. Σμ. 13. 329: - ἐπὶ φυσητήρων, εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι Ἰλ. Σ. 471˙ ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμὴν Ὀδ. Λ. 400. 2) ὀσμή, καὶ τότε με κνίσης ἀμφηλυθὲν ἡδὺς ἀϋτμὴ Μ. 369, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 174˙ θήρειος ἀϋτμὴ ὀσμὴ κυνηγίου, Ὀππ. Κ. 1. 467.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. souffle :
1 souffle, haleine;
2 souffle du vent, souffle d’un soufflet de forge;
II. exhalaison :
1 odeur;
2 vapeur embrasée.
Étymologie: R. ἈϜ souffler, cf. ἄημι.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1respiración, aliento humano εἰς ὅκ' ἀ. ἐν στήθεσσι μένῃ Il.9.609, 10.89, ἀ. ... στομάτων A.R.2.665
soplo en la operación de soplado del vidrio, Anon. hex. en POxy.3536.7.
2 soplo del viento o el humo ἀνέμων ... ἀ. Od.11.400, 407
corriente de aire φῦσαι ... ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι Il.18.471
καπνοῦ ... ἀ. vapor Nonn.D.23.264.
3 aliento, soplo del fuego ἀ. Ἡφαίστοιο Il.21.366, cf. Q.S.13.329, πυρὸς ... ἀϋτμή Od.16.290, cf. 19.9, A.R.1.734, φάεος ... ἀ. Call.Dian.117
soplo de fuego ὀφρύας εὖσεν ἀ. γλήνης καιομένης Od.9.389, θερμὸς ἀ. Hes.Th.696, καίετο γαῖα αὐτμῇ θεσπεσίῃ Hes.Th.862.
II olor, fragancia τοῦ (ἐλαίου) ... οὐρανὸν ἵκετ' ἀ. Il.14.174, κνίσης ... ἡδὺς ἀ. Od.12.369, θήρειος ἀ. olor a caza Opp.C.1.467.

• Etimología: Deriv. de una doble vocalización ante cons. *H°H2°t- de la misma raíz que ἀτμός, q.u., y en último término ἀήρ q.u.

Greek Monolingual

ἀϋτμή, η (Α)
1. πνοή, αναπνοή
2. «πυρὸς ἀϋτμή», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» — η θερμή πνοή του Ηφαίστου, η ζέστη από τη φωτιά
3. άρωμα, ευωδιά
4. οσμή, μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο —λόγω της μορφής και της σημασίας— με τις «γλώσσες» του Ησυχίου αετμός, άετμα (πρβλ. «αετμόν
το πνεύμα», «άετμα
φλόξ», βλ. και λ. ατμός), όσο και με το άημι].

Greek Monotonic

ἀϋτμή: ἡ (ἄημι
1. αναπνοή, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο, η φλεγόμενη πνοή του Ηφαίστου, στο ίδ.· πυρὸςἀϋτμή, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για φυσητήρες, σωλήνες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Οδ.
2. άρωμα, μυρωδιά, οσμή, ευωδία, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀϋτμή:1) дыхание (ἐν στήθεσσι Hom.);
2) дуновение, веяние, порыв (ἀνέμων Hom.);
3) дым, копоть (πυρός Hom.);
4) испарение, т. е. запах (ἡδὺς ἀ. Hom.).