ἐπίστιον

Revision as of 20:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

τό,

   A slip or shed for a ship, νῆες . . εἰρύαται· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ Od.6.265. (Expld. by Aristarch.(ap.Sch.Il.2.125 ἐπ' ἴστιόν . . ὡσεὶ κατάλυμα παρὰ τῇ νηΐ) as Ion. for ἐφέστιον, cf. sq.; but elsewh. Hom. always uses the form ἐφέστιος; Sch. has ἐποίκιον, νεώριον... παρὰ τὸ ἱστίον.)

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστιον: τό, ἐν Ὀδ. Ζ. 265, νῆες... εἰρύαται· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ, ἔνθαἔννοια φαίνεται ὅτι εἶναι: ἕκαστος ἔχει ἴδιον ἐπιστέγασμα διὰ τὸ πλοῖόν του ὅτε εἵλκυεν αὐτὸ εἰς τὴν ξηράν. Οἱ ἀρχαῖοι εὑρίσκοντο ἐν ἀπορίᾳ περὶ τῆς λέξεως ταύτης: ὁ Ἀρίσταρχος ὑπελάμβανεν αὐτὴν ὡς Ἰωνικὸν τύπον ἀντὶ ἐφέστιον (ὅπερ ἐν τῇ νέᾳ Ἰάδι τοῦ Ἡροδότου βεβαίως εἶναι ἐπίστιον· ἴδε ἐν λέξει ἐφέστιος)· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμηρος ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον ἐφέστιος· ― μία ἐκ τῶν ἑρμηνειῶν τοῦ Σχολιαστοῦ εἶναι: «ἐπίστιον, ἐποίκιον, σκηνή, νεώριον... παρὰ τὸ ἱστίον».

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
hangar pour mettre à couvert les vaisseaux tirés à terre.
Étymologie: DELG sans doute de ἐπί, ἵστημι.
2ου (τό) :
v. ἐπίστιος.

English (Autenrieth)

dock-yard or boat-house, a place for keeping ships, Od. 6.365†.

Greek Monotonic

ἐπίστιον: τό, στην Ομήρ. Οδ., υπόστεγο μέσα στο οποίο τοποθετείται ένα πλοίο, ναυπηγείο, καρνάγιο, (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστιον: I τό стоянка или навес для корабля (вытащенного на берег) Hom.
II τό семья, дом Her. (ср. ἐφέστιος).