κατασκηνόω

Revision as of 22:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A take up one's quarters, encamp, εἰς . . X.Cyr.4.5.39, Hell.Oxy.16.2, etc.; ἐν . . LXX 1 Ch.23.25; ἔνθα κατεσκηνώκατε X.Cyr.6.2.2: generally, rest, ἐπ' ἐλπίδι LXX Ps.15(16).9; settle, of birds, ἐν κλάδοις Ev.Matt.13.32: metaph., οὐ ψυχὴ ἐν μόνῳ ἀνθρώπῳ κ. Porph.Abst.4.9.

German (Pape)

[Seite 1379] sein Zelt od. Lager aufschlagen, sich lagern, sich niederlassen, um auszuruhen; ἐν ᾡ κατεσκηνώκατε Xen. Cyr. 6, 2, 2, öfter; Pol. 10, 31, 5. Auch von den Vögeln, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκηνόω: σταίνω κάτω, ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, στρατοπεδεύω, καταλύω, εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· αὐτοῦ κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· καθόλου, ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
poser sa tente ; camper, s’établir.
Étymologie: κατά, σκηνόω.

English (Strong)

from κατά and σκηνόω; to camp down, i.e. haunt; figuratively, to remain: lodge, rest.

English (Thayer)

κατασκήνω, infinitive κατασκηνοιν (L T Tr WH, WH, see ἀποδεκατόω; (but also κατασκηνοῦν, Matthew , the passage cited R G; Mark , the passage cited R G L T Tr; cf. Tdf. Proleg., p. 123)); future κατασκηνωσόω; 1st aorist κατεσκήνωσα; properly, to pitch one's tent, to fix one's abode, to dwell: ἐφ' ἐλπίδι, ἐν with the dative of place, ὑπό with the accusative of place, Xenophon, Polybius, Diodorus, others; κατεσκήνωσεν ὁ Θεός τῷ ναῷ τούτῳ, Josephus, Antiquities 3,8, 5; add, Sept. mostly for שָׁכַן.)

Greek Monotonic

κατασκηνόω: μέλ. -ώσω, στήνω επί τόπου κατασκήνωση ή σκηνή, στρατοπεδεύω, καταλύω, σε Ξεν.· γενικά, ξεκουράζομαι, τοποθετούμαι, αναπαύομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατασκηνόω: 1) Xen., Polyb. = κατασκηνάω;
2) вить гнезда (ἐν τοῖς κλάδοις NT);
3) находить пристанище или отдых (ἐπ᾽ ἐλπίδι NT).