τρέμω

Revision as of 04:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

only pres. and impf., exc. pf.

   A τετρέμηκα EM606.50:— tremble, quake, quiver, τρέμε δ' οὔρεα μακρὰ καὶ ὕλη ποσσὶν ὑπ' ἀθανάτοισι Il.13.18, cf. Call.Del.137; ὠλένας τρέμων ἄκρας quivering in... E.IT283; τρέμουσα κῶλα Id.Med.1169; τρέμει [ἡ φωνή] Arist.Pr.906a17; of persons, τρέμειν τὴν φωνήν ib.948a35; shiver, in the cold stage of malaria, Hp.Flat.8.    II esp. tremble with fear, ὑπὸ δ' ἔτρεμε γυῖα Il.10.390, cf. Od.11.527; φόβῳ, φρίκῃ τ., E.Ion1452 (lyr.), Tr. 1026: then simply, tremble, be afraid, δεδιὼς καὶ τ. D.18.263; τ. τῷ δέει τί πείσεται Alex.110.6.    2 c. inf., tremble or fear to do, A.Th. 419 (lyr.), S.OC128 (lyr.); also τρέμων τὸν ἄνδρ' ἔφευγε μὴ κτάνοι Id.OT947, cf. E.Andr.808,1057.    3 c. acc., tremble at, fear, S.OC256, E.El.643, etc.; τ. τὸ πρᾶγμα Ar.Ach.494; τὰ πράγματα Id.Eq.265 (troch.); τὸ μέλλον Pl.Prm.137a; [τῆς εὐδαιμονίας] ἕνεκα τ. Antipho 2.4.9; περὶ τῆς εὐδαιμονίας Id.2.3.8, cf. Pl.R.554d. (Cf. Lat. tremo, Lith. trimù, triìmti 'shiver'.)

German (Pape)

[Seite 1136] nur im praes. u. impf. gebräuchlich, zittern, erzittern, beben; τρέμε δ' οὔρεα μακρὰ καὶ ὕλη ποσσὶν ὑπ' ἀθανάτοισιν, Il. 13, 18; auch von einem leicht flatternden Gewande, 21, 507; bes. vor Furcht zittern, 10, 390 Od. 11, 527; von einem Trunkenen, Anacr. 1, 9; a. sp. D., wie Agath. 11 (V, 269). – Uebh. sich fürchten, τρέμω ἰδέσθαι, Aesch. Spt. 401; κορᾶν ἃς τρέμομεν λέγειν, Soph. O. C. 128; τοῦτον Οἰδίπους πάλαι τρέμων τὸν ἄνδρ' ἔφευγε μὴ κτάνοι, O. R. 947; πόσιν τρέμουσα, Eur. Andr. 809; τρέμουσα κῶλα, Med. 1169; ἀνὴρ οὐ τρέμει τὰ πράγματα, Ar. Ach. 469, vgl. Equ. 265; u. in Prosa: περί τινος, Plat. Rep. VIII, 554 d; τὸ μέλλον, Parm. 137 a; Dem. u. Folgde, wie Luc. Tyrannic. 21.

Greek (Liddell-Scott)

τρέμω: μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ.· πρκμ. τετρέμηκα ἐν τῷ Μέγ. Ἐτυμ. (Ἐκ τῆς √ ΤΡΕΜ παράγονται ὡσαύτως τὰ τετρεμαίνω, ἀτρέμας, τρομέω, τρομερός, πρβλ. Λατ. trem-o, trem-or, trem-ulus· Λιθ. trim-u (tremo).) Ὡς καὶ νῦν, τρέμω, σείομαι, τρέμε δ᾿ οὔρεα μακρὰ καὶ ὕλη ποσὶν ὑπ᾿ ἀθανάτοισιν Ἰλ. Ν. 18, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 137, (ἴδε ἀμφιτρέμω)· ὠλένας τρέμων ἄκρας… Εὐρ. Ι. Τ. 283· τρέμουσα κῶλα ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1169· τρέμει ἡ φωνὴ Ἀριστ. Προβλ. 11. 62· καὶ ἐπὶ προσώπων, τρέμειν τὴν φωνὴν αὐτόθι. ΙΙ. μάλιστα, τρέμω ἐκ φόβου, Ἰλ. Κ. 390. Ὀδ. Λ. 527· φόβῳ, φρίκῃ τρ. Εὐρ. Ἴων 1452, Τρῳ. 1026· ἀκολούθως ἁπλῶς τρέμω, εἶμαι πεφοβημένος, δεδιὼς καὶ τρ. Δημ. 314. 24. 2) μετ᾿ ἀπαρεμ. ὡς τὸ τρομέω, τρέμω ἢ φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Θήβ. 419, Σοφ. Ο. Κ. 129· οὕτω καί, τρ. μὴ κτάνῃ τὸν ἄνδρα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 947, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 808, 1057. 3) μετ᾿ αἰτ., τρέμω τι, τὸ φοβοῦμαι, Σοφ. Ο. Κ. 256, Εὐρ. Ἠλ. 643, κλπ.· τρ. τὸ πρᾶγμα Ἀριστοφ. Ἀχ. 489· τὰ πράγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 266· τὸ μέλλον Πλάτ. Παρμ. 137Α· ‒ ὡσαύτως, τρ. ἕνεκά τινος, Ἀντιφῶν 120. 11· περί τινος ὁ αὐτ. 118. 35, Πλάτ. Πολ. 554D.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 trembler, s’agiter, s’ébranler;
2 trembler de crainte : τι au sujet de ch ; avec l’inf. craindre de ; avec μή : craindre que.
Étymologie: R. Τρεμ, trembler ; cf. lat. tremo.

English (Autenrieth)

(cf. tremo): tremble.

English (Strong)

strengthened from a primary treo (to "dread", "terrify"); to "tremble" or fear: be afraid, trembling.

English (Thayer)

used only in the present and imperfect; from Homer down; to tremble: with a participle (cf. Winer s Grammar, § 45,4a.; (Buttmann, § 144,15a.)), to fear, be afraid, φοβέω, at the end.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.)
2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ)
3. φοβάμαι πολύ για κάτι (α. «τρέμει μόλις τον αντικρίζει» β. «τὰ δ' ἐκ θεῶν τρέμοντες», Σοφ.)
4. ανησυχώ, αγωνιώ (α. «τρέμει για τον μοναχογιό της» β. «τρέμοντι τὸ μέλλον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρέμω ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή tr-em- της ΙΕ ρίζας ter- «τρέμω, σπαρταρώ, σείομαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. taralah «αυτός που σείεται, που ταράζεται») και αντιστοιχεί με τα: λατ. tremo «σείομαι, τρέμω», τοχαρ. Α' tram-, tarm- «τρέμω από οργή», βαλτ. tremiu «καταστρέφω, ταρακουνώ» και trimti «τρέμω». Στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ανάγεται το ουσ. τρόμος, ενώ στη συνεσταλμένη βαθμίδα με διπλασιασμό το ουσ. τέτραμος. Το ρ. τρέμω, τέλος, και τα παράγωγά του αναφέρονται σε φόβο που προέρχεται από φυσικά και, λιγότερο, από ψυχολογικά αίτια].

Greek Monotonic

τρέμω: μόνο στον ενεστ. και παρατ., γʹ ενικ. Επικ. παρατ. τρέμε· Λατ. tremo, τρέμω, σείομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με απαρ., τρέμω ή φοβάμαι να πράξω κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ.· με αιτ., τρέμω κάτι, το φοβάμαι, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τρέμω: (только praes. и impf.)
1) дрожать, трястись: τρέμε δ᾽ οὔρεα Hom. затряслись горы; τ. κῶλα Eur. дрожать (всеми) членами;
2) потрясать (ὠλένας ἄκρας Eur.);
3) дрожать от страха, бояться: τ. τινά (τι) Eur., Arph. бояться кого(чего)-л.; τ. τι и περί τινος Plat. бояться за что-л.; πόσιν τρέμουσα, μὴ δόμων νιν ἐκβάλη Eur. боясь, как бы муж не изгнал ее из дома.