πρόβουλος
English (LSJ)
ον, (βουλή)
A deliberating beforehand or for others, Ἄτα prob.in A.Ag.386 (lyr.): but usu. II pl., standing committee to examine measures before they were formally proposed to the people, Arist.Pol.1298b29, 1299b31, 1322b16; at Megara, Ar.Ach.755; Corinth, Nic. Dam.60 J.; Corcyra, IG9(1).682.12; Delphi, GDI2642.26; of the ἀμνήμονες at Cnidus, Plu.2.292a; ἀπαγγέλλειν . . δήμου προβούλοις A.Th.1011. 2 of the delegates of the twelve Ionian states at the Panionium, Hdt.6.7; of delegates appointed to consult on the mode of meeting Xerxes, π. τῆς Ἑλλάδος Id.7.172. 3 at Athens, committee of Ten, appointed after the Sicilian defeat (cf. Th.8.1), Decr. ap.Arist.Ath.29.2, Ar.Lys.421, Lys.12.65, Arist.Rh.1419a28. 4 of the Roman consuls, D.H.4.76, 5.1.
German (Pape)
[Seite 713] vorher rathschlagend, für Andere rathschlagend, ihnen rathend, was sie thun sollen, der an der Spitze des Volkes die gemeinsamen Angelegenheiten berathende Rath; Aesch. Spt. 997, τὰ δόξαντα δήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεως. So in Athen, Ar. Lys. 421. 467; u. eine Obrigkeit der Megarenser, Ach. 720; vgl. Arizt. pol. 4, 14; die Abgesandten der Ionier zum Πανιώνιον, Her. 6, 7. 11. Sic. 15, 49. Andere Hei. 7. 172. – In Athen hießen so bes. die Zehnmänner, welche vor dem Rath der Vierhundert die ganze gesetzgebende Gewalt in Athen hatten; Arist. Lys. 421. 467, Lyz. 12, 65 (bei Thuc. 8, 67 ξυγγραφεῖς); vgl. Schneid. zu Arist. pol. 6, 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
πρόβουλος: -ον, (βουλὴ) ὁ σκεπτόμενος ἢ συζητῶν ἐκ τῶν προτέρων ἢ ὑπέρ ἄλλων· ― ὅθεν οἱ πρόβουλοι ἦσαν 1) ἔν τισιν Ἑλληνικαῖς πόλεσι (πιθανῶς ταῖς ἀριστοκρατουμέναις) διαρκής τις ἐπιτροπεία ἔργον ἔχουσα νὰ ἐξετάζῃ τὰς προτάσεις ἢ τὰ σχέδια τῶν νόμων καὶ ψηφισμάτων πρὶν ἢ ὑποβληθῶσι ταῦτα κατὰ τύπον εἰς τὴν ἐπιδοκιμασίαν τοῦ λαοῦ, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 4., 4. 15, 11., 6. 8, 17, Ἀθην. Πολ. 43, 7 Blass. τοιοῦτοι ἦσαν οἱ ἐν Μεγάροις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 755· οἱ ἐν Κερκύρᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1839,-41. 43-46· οὕτως ἀπαγγέλλειν δήμου... προβούλοις Αἰσχύλ. Θήβ. 1006. 2) κεῖται καὶ ἐπὶ τῶν δώδεκα ἀντιπροσώπων τῶν Ἰωνικῶν πολιτειῶν εἰς τὸ Πανιώνιον, Ἡρόδ. 6. 7, πρβλ. Wess. εἰς Διόδ. 15. 49· καὶ ἐπὶ τῶν ἀντιπροσώπων τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων τῶν συνελθόντων ὅπως συσκεφθῶσι πῶς νὰ ἀπαντήσωσι τὸν Ξέρξην, Ἡρόδ. 7. 172. 3) ἐν Ἀθήναις τὸ πρόσκαιρον συμβούλιον τῶν δέκα τὸ κατασταθὲν πρὸς νομοθεσίαν μικρὸν πρὸ τῆς καθιδρύσεως τῆς βουλῆς τῶν 400, Ἀριστοφ. Λυσ. 421, Λυσίας 126. 10, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 18, 6· καλούμενοι ξυγγραφεῖς παρὰ Θουκ. 8. 67· πρβλ. Thirlwall Hist. Gr. 4. σ. 3, Grote 7. σ. 499. 4) ἐπὶ τῶν Ῥωμαίων ὑπάτων, Διον. Ἁλ. 4. 76., 5. 1, Πλούτ. 2. 292Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. qui délibère auparavant ; οἱ πρόβουλοι les conseillers qui délibèrent avant de soumettre une affaire au peuple, particul. :
1 avant les guerres Médiques, assemblée des délégués des cités helléniques;
2 conseil des douze délégués des villes ioniennes;
3 à Athènes, le conseil des Dix, délibérant sur les affaires à soumettre au peuple;
4 dans certaines Cités (e.g. Érétrie), membres du bureau permanent du Conseil, équivalant à la prytanie athénienne;
II. qui tient le premier rang dans le conseil, particul. à Rome consul.
Étymologie: πρό, βουλή.
Greek Monolingual
-ο / πρόβουλος, -ον, ΝΑ
(στην αρχαία Αθήνα) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρόβουλοι
α) άνδρες κοινής εμπιστοσύνης που εκλέγονταν από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις σε κρίσιμες στιγμές για να αποφασίσουν για πολιτικά ζητήματα ή για να εποπτεύουν τη λειτουργία της πολιτείας
β) οι αποστελλόμενοι από τους Έλληνες κάθε χρόνο στις Πλαταιές πρέσβεις
γ) οι δέκα πρεσβύτεροι άνδρες που είχαν εκλεγεί στην Αθήνα μετά την καταστροφή της εκστρατείας στη Σικελία για να φροντίσουν για την κοινή σωτηρία
δ) οι Ρωμαίοι ύπατοι
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) (στην εποχή του Καποδίστρια) τίτλος τών προϊσταμένων καθενός από τα τρία τμήματα του Πανελληνίου Συμβουλίου ή της Προσωρινής Διοικήσεως της Επικρατείας
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται ή συζητά κάτι εκ τών προτέρων ή υπέρ άλλων.
επίρρ...
προβούλως Α
εσκεμμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. παρά-βουλος].
Greek Monotonic
πρόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που συζητά εκ των προτέρων, πληθ. πρόβουλοι.
1. οι επίτροποι που εξέταζαν τα μέτρα πριν αυτά τεθούν στην κρίση του λαού, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. αντιπρόσωποι από τις Ιωνικές πόλεις στο Πανιώνιο, σε Ηρόδ.· επίσης, επίτροποι ελληνικών πόλεων που έκαναν σύσκεψη για να συναποφασίσουν πώς να απαντήσουν στον Ξέρξη, σε Ηρόδ.
3. στην Αθήνα, το συμβούλιο των δέκα, που συστάθηκε πριν την καθίδρυση της βουλής των τετρακοσίων, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πρόβουλος: ὁ советник: οἱ πρόβουλοι пробулы
1) в момент назревания Греко-персидских войн - делегаты греч. городов на Истме Her.;
2) двенадцать делегатов ионийских городов в Паннонии Her.;
3) в Мегаре, Коркире и др. - постоянная комиссия по разработке законопроектов Arph., Arst.;
4) в Афинах - временная законодательная комиссия десяти в 413-411 гг. до н. э. Arph., Lys., Arst.;
5) в Риме = consules Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόβουλος -ον [πρό, βουλή] vooraf raad gevend:. προβούλου παῖς ἄφερτος Ἄτας het onverdraaglijke kind van Atè die het raad geeft Aeschl. Ag. 386.
πρόβουλος -ου, ὁ [πρό, βουλή] gedelegeerde:. Ἴωνες... ἔπεμπον προβούλους... εἰς Πανιώνιον de Ioniërs stuurden gedelegeerden naar het Panionion Hdt. 6.7. proboulos (lid van de Raad van Tien in Athene); in een oligarchie adviseur. Aristot. Pol. 1298b29. in Rome consul. Plut. Rom. 14.3.