помогать
Russian > Greek
παρεπικουρέω, ἐπιστατέω, συνεπικουρέω, συντελέω, συνηρετμέω, συνεπιλαμβάνω, συνεκπονέω, συνευπορέω, συνεργέω, συνδράω, σύνειμι, ἐξακέομαι, ἀκέομαι, συμπαραστατέω, συγχορηγέω, συμπροξενέω, χραισμέω, ἀνίστημι, ἀρήγω, συναντιλαμβάνομαι, ὀνίνημι, συνωφελέω, ἐπικουρέω, ἐπαρκέω, ἐπιβοηθέω, ἐπιβωθέω, προσαρκέω, προσωφελέω, ὑπηρετέω, συλλαμβάνω, συναγωνίζομαι, συμπραγματεύομαι, συμποιέω, συμμαχέω, συγκάμνω, συμπράσσω, συμπράττω, συμπρήσσω, συνέρδω, συνυπουργέω, συνεργοπονέω, βοηθέω, τιμωρέω, παραστατέω, ἐπισπεύδω