ἐξακέομαι
English (LSJ)
A heal completely, Hp.Vict.3.67: hence, make amends, αἱ δ' ἐξακέονται ὀπίσσω (sc. Αιταί) Il.9.507, cf. Pl.Lg.885d.
II c. acc., appease, τότε κεν χόλον ἐξακέσαιο Il.4.36, cf. Od.3.145; quench, δίψος D.C.60.9; make up for, τὰς ἐνδείας φίλων X.Cyr.8.2.22; τὰ δεινά Iamb. Myst.1.11.
2 in common language, mend, ἱμάτια Pl.Men.91d; δίκτυον Men.863.—Late in aor. Act. ἐξακέσας, Carm.Aur.66.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰκέομαι)
• Morfología: [pres. part. jón. ἐξακεύμενοι Lyc.1180; tard. act., pres. 3a plu. no contr. ἐξακέουσι Marc.Sid.98; aor. part. ἐξακέσας Carm.Aur.66]
I 1remediar, curar un mal físico αἱ δ' ἐξακέονται ὀπίσσω (ἀνθρώπους) Il.9.507, χρὴ ἕκαστα ἐξακεῖσθαι Hp.Vict.3.67, ἀκροχορδόνας Marc.Sid.l.c., τραυματίας D.C.Epit.8.4.1, cf. Carm.Aur.l.c., Poet.de herb.190, Gr.Naz.M.37.1550A, Eudoc.Cypr.1.77, Orph.L.598.
2 remendar, reparar ἱμάτια Pl.Men.91d, τὸ δίκτυον Men.Fr.474.1.
II fig.
1 c. ac. de abstr. calmar, aplacar τότε κεν χόλον ἐξακέσαιο Il.4.36, cf. Od.3.145, ὀργήν Plu.Pomp.49
•aplacar, apagar δίψαν Perict.Pyth.Hell.143.15, cf. D.C.60.9.4
•satisfacer, calmar τὰς ἐνδείας φίλων X.Cyr.8.2.22, cf. Memn.16.2
•remediar, enmendar τὰ ἄδικα ... δράσαντες δ' ἐξακεῖσθαι πειρώμεθα Pl.Lg.885d, cf. Synes.Prouid.1.8, τὰ δεινά Iambl.Myst.1.11.
2 c. ac. de la divinidad aplacar, propiciar θύσθλοις Φεραίαν ἐξακεύμενοι θεάν Lyc.1180.
German (Pape)
[Seite 865] (s. ἀκέομαι, das act. nur Pyth. aur. carm. 66), ausheilen, ausbessern; τὰ ἱμάτια Plat. Men. 91 d; τὸ δίκτυον Men. fr. inc. 242; wieder gut machen, Il. 9, 507; χόλον, besänftigen, 4, 36; ὀργήν Od. 3, 145; Sp., wie Plut. Pomp. 49; θύσθλαις θεάν Lycophr. 1180; abhelfen, τὰς ἐνδείας Xen. Cyr. 8, 2, 22; τὸ λεῖπον D. Hal. 1, 69; δίψος, stillen, D. C.
French (Bailly abrégé)
ἐξακοῦμαι;
f. ἐξακήσομαι, att. ἐξακοῦμαι;
1 guérir une blessure, un mal;
2 apaiser (la colère, le ressentiment, etc.);
3 secourir : τὰς ἐνδείας φίλων XÉN subvenir aux besoins de ses amis.
Étymologie: ἐξ, ἀκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰκέομαι:
1 излечивать, исцелять Hom., Plat.;
2 исправлять, чинить (ἱμάτια Plat.; δίκτυον Men.);
3 помогать: ἐ. τὰς ἐνδείας τινός Xen. приходить кому-л. на помощь в нужде;
4 унимать, успокаивать (ὀργήν Hom., Plut.; χόλον Hom.).
Greek Monolingual
ἐξακοῦμαι, ἐξακέομαι (Α)
1. θεραπεύω εντελώς
2. αποζημιώνω
3. επανορθώνω κάτι κακό («δράσαντες δ' ἐξακεῖσθαι πειρώμεθα», Πλάτ.)
4. καταπραΰνω («τότε κεν χόλον ἐξακέσαιο», Ομ. Ιλ.)
5. βοηθώ κάποιον («τούτοις τὰς τ' ἐνδείας τῶν φίλων ἐξακοῦμαι», Ξεν.)
6. (για ύφασμα) μπαλώνω («οἱ μὲν τὰ ὑποδήματα ἐργαζόμενοι τὰ παλαιὰ καὶ τὰ ἱμάτια ἐξακούμενοι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + ακούμαι < άκος «γιατρικό»].
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰκέομαι: μέλλ. -ήσομαι, Ἀποθ., θεραπεύω γενομένην βλάβην, αἱ δ’ (αἱ Λιταὶ δηλ.) ἐξακέονται ὀπίσσω, «ἰῶνται, ἀποθεραπεύουσι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 503, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 885D. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κατευνάζω, τότε κεν χόλον ἐξακέσαιο, «ἰάσαιο», Ἰλ. Δ. 36, πρβλ. Ὀδ. Γ. 145, θεραπεύω, τὰς ἐνδείας φίλων Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22. 2) ἐπὶ κοινῶν πραγμάτων, διορθώνω, «μπαλώνω» ἐνδύματα, οἱ τὰ ἱμάτια ἐξακούμενοι Πλάτ. Μένων 91D, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 242· ― ὁ ἐνεργ. ἀόρ. ἐξακέσας ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Πυθαγ. Χρυσ. Ἔπεσι 66.
English (Autenrieth)
aor. opt. ἐξακέσαιο: heal completely; ‘seek to remedy,’ Il. 9.507 ; χόλον, ‘appease,’ Il. 4.36, Od. 3.145.
Greek Monotonic
ἐξᾰκέομαι: μέλ. -έσομαι,
I. Αποθ., θεραπεύω πλήρως, θεραπεύω την πληγή, διορθώνω, βελτιώνω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. με αιτ., κατευνάζω, καλμάρω, καταπραΰνω, σε Όμηρ.· επανορθώνω, σε Ξεν.
2. διορθώνω, μπαλώνω, μεταποιώ ενδύματα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. έσομαι
I. Dep. to heal completely, heal the wound, make amends, Il.
II. c. acc. to appease, Hom.; to make up for, Xen.
2. to mend clothes, Plat.