φιτύω

Revision as of 08:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

English (LSJ)

fut. ύσω [ῡ], E.Alc.294: aor. ἐφίτῡσα (v. infr.):—

   A sow, plant, beget, A.Pr.235, Supp.313, S.Ant.645, E. l. c.; ὁ φιτύσας πατήρ S.Aj.1296, Tr.311; also used by Pl., R.461a, Lg.879d, Criti.116c: —Med., of the woman, bear, Ἠὼς . . Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν Hes.Th. 986, cf. A.R.4.807, Opp.C.1.4; Ep. 2sg. fut. φιτύσεαι Mosch.2.160.

German (Pape)

[Seite 1290] = φυτεύω, säen, pflanzen, erzeugen; Tragg.: ἀϊστώσας γένος τὸ πᾶν ἔχρῃζεν ἄλλο φιτῦσαι νέον Aesch. Prom. 233; Suppl. 308; τίς δ' ὁ φιτύσας πατήρ Soph. Trach. 310; Ai. 1275; ὅστις δ' ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα Ant. 641; u. med., von der Frau, Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν Hes. Th. 986; seltener in Prosa, wu Plat. Rep. V, 461 a; φιτῦσαι καὶ τεκεῖν Legg. IX, 879 d.

Greek (Liddell-Scott)

φῑτύω: μέλλ. -ύσω [ῡ]· ἀόρ. ἐφίτῡσα· ― ὡς τὸ φυτεύω (ἴδε ἐν λ. φύω), σπείρω, γεννῶ, φέρω εἰς τὸ εἶναι, Αἰσχύλ. Πρ. 233, Ἱκέτ. 312, Σοφ. Αἴ. 1296, Ἀντιγ. 645, Τραχ. 311, Εὐρ. Ἄλκ. 294· ― ἴσως ὁπουδήποτε παρὰ πεζοῖς ἀπαντᾷ (Πλάτ. Πολ. 461Α, Νόμ. 879D, Κριτί. 116C), διορθωτέον διὰ τοῦ φυτεύω· διότιτύπος φιτύω φαίνεται ὅτι εἶναι ποιητικός, τιθέμενος ὁπόταν ἡ πρώτη συλλαβὴ πρέπῃ νὰ εἶναι μακρά· ― ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐπὶ γυναικῶν, τίκτω, Ἠώς... Κεφάλῳ φιτύσατο υἱὸν Ἡσ. Θεογ. 986, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 807, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 4· Ἐπικ. β΄ ἑνικ. μέλλ. φιτύσεαι Μόσχ. 2. 160.

French (Bailly abrégé)

f. φιτύσω, ao. ἐφίτυσα, pf. inus.
ensemencer ; engendrer.
Étymologie: φῖτυ.

Greek Monolingual

Α φῑτυ
1. φυτεύω, σπέρνω
2. φέρνω στη ζωή, δημιουργώὅστις δ' ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα», Σοφ.)
3. μεσ. φιτύομαι
(για γυναίκα) γεννώ, τίκτω («Ἠὼς... Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

φῑτύω: μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἐφίτῡσα· ποιητ. αντί φῠτεύω, όταν η πρώτη συλ. τείνει να είναι μακρά, σπέρνω, φυτεύω, δημιουργώ, γεννώ, σε Τραγ. — Μέσ., λέγεται για γυναίκα, παράγω, γεννώ, σε Ησίοδ.· Επικ. βʹ ενικ. μέλ. φιτύσεαι, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

φῑτύω: досл. сажать, сеять, перен. производить на свет, рождать (γένος νέον Aesch.; τέκνα Soph.; παῖδα Plat.); med. рожать (υἱόν τινι Hes.).

Middle Liddell

φῑτύω, poet. for φῠτεύω, when the 1st syll. is to be long
to sow, plant, beget, call into being, Trag.:—Mid. of the woman, to produce, bear, Hes.; epic 2nd sg. fut. φιτύσεαι Mosch.