λύκειος

Revision as of 10:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῠ], ον, S.El.7, E.Rh.208 (but λυκεία (q. v.) as Subst. in Plb.):—

   A of or belonging to a wolf, δορά E.l.c., etc.    II Λύκειος (written Λύκηος Milet.1(7) No.282 (i B.C.)), epith. of Apollo, either as λυκοκτόνος (q. v.), or as the Lycian god (v. Λυκηγενής, Λύκιος), or (fr. Λύκη) as the god of light: Λύκει' Ἄπολλον A.Ag.1257; εὐμενὴς δ' ὁ Λ. ἔστω Id.Supp.686 (lyr.); in Id.Th.145 (lyr.) there is a play upon the doubtful meanings, Λύκει' ἄναξ, λύκειος γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, Lycean lord, be a very wolf to the enemy; so τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος (this ἀγορά being an open place in Argos near the temple of Apollo Λύκειος) S.l.c.; cf. Λύκειον.    III epith. of Pan, IG5(2).93 (Tegea).    IV Λύκειος, ὁ (sc. μήν), a month at Epidaurus Limera, ib.(1).932; Λύκεος, at Lamia (Thess.), ib.9(2).75.18, etc.

German (Pape)

[Seite 68] auch 2 Endgn, wölfisch, vom Wolfe; δορά, Eur. Rhes. 208; φάρυγξ, Bahr. 94, 8. – Auch Beiwort des Apollo als Wolfstödter od. Schutzgott von Lycien. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

λύκειος: [ῠ], -ον, Σοφ. Ἠλ. 7, Εὐρ. Ρῆσ. 208· α, ον ἐν Πολυβ. 6. 22, 3· - ὁ ἀνήκων εἰς λύκον ἢ ἐκ λύκου, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. Λύκειος, ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, ἤτοι ὡς λυκοκτόνου (ὃ ἴδε), ἢ ὡς τοῦ ἐκ Λυκίας θεοῦ (ἴδε Λυκηγενής, Λύκιος), ἢ (ἐκ τοῦ *λύκη) ὡς τοῦ θεοῦ τοῦ φωτός, ἴδε Ο. Müller Dor. 2. 6, § 8· Λύκει’ Ἄπολλον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1257· εὐμενὴς δ’ ὁ Λ. ἔστω ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 686· ἐν Θήβ. 145, ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξεως ἐν τῷ ἑξῆς χωρίῳ, Λύκει’ ἄναξ, λύκειος γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, γενοῦ ὡς λύκος εἰς τὸν ἐχθρικὸν στρατόν· προσέτι, τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος (ἡ ἀγορὰ αὕτη ἦτο τόπος ἀνοικτὸς ἐν Ἄργει πλησίον τοῦ ναοῦ τοῦ Λυκείου Ἀπόλλωνος), Σοφ. Ἠλ. 7· πρβλ. Λύκειον. ΙΙΙ. λύκειος, ὁ, μὴν ἐν Χαλείῳ, ἀντιστοιχῶν τῷ ἐν Δελφοῖς Βυσίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν ἐν Bull. d. cor. hell. V. σ. 429.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
1 comme un loup;
2 de loup ; ἡ λυκεία casque en peau de loup.
Étymologie: λύκος.

Spanish

de lobo

Greek Monolingual

λύκειος, -ον, θηλ. και -α (AM)
αυτός που προέρχεται από λύκο ή ανήκει ή αναφέρεται σε λύκο («λύκειον ἀμφὶ νῶτον ἅψομαι δορὰν καὶ χάσμα θηρὸς ἀμφ' ἐμῷ θήσω καρᾳ», Eup.)
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύκειος
α) ονομασία ενός μήνα στην Επίδαυρο
β) επίθετο του Απόλλωνος, αλλ. Λύκηος, Λύκιος («καὶ σύ, Λύκει' ἄναξ, Λύκειος, γενοῡ στρατῷ δαΐῳ στονωναύτας», Αισχύλ.)
γ) επίθετο του Πανός
2. φρ. «ἀγορὰ Λύκειος» — ανοιχτός χώρος στο Άργος, κοντά στον ναό του Λυκείου Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κατάλ. -ειος. Από τους τ. Λύκειος και Λύκιος, που και οι δύο αναφέρονται στον Απόλλωνα, ο τ. Λύκειος έχει θεωρηθεί παρ. του λύκος και έχει προσλάβει τη σημ. του «λυκοκτόνος» αποδίδοντας στον Απόλλωνα την ιδιότητα του προστάτη τών κοπαδιών (πρβλ. Λύκιος, Λυκηγενής)].

Greek Monotonic

λύκειος: [ῠ], -ον,
I. αυτός που ανήκει σε λύκο ή προέρχεται από αυτόν, σε Ευρ.
II. Λύκειος, ως επίθ. του Απόλλωνα, είτε ως λυκοκτόνος είτε ως θεός από την Λυκία (βλ. Λυκηγενής), ή (από το *λύκη) ως ο θεός του φωτός, σε Αισχύλ.· υπάρχει λογοπαίγνιο για τη διπλή σημασία της λέξης, Λύκει' ἄναξ, λύκειος γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, Λύκειε βασιλιά, γίνε λύκος κατά του εχθρικού στρατού, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λύκειος: и 2 (ῠ) волчий (δορά Eur.; φάρυγξ Babr.).

Middle Liddell

λύ˘κειος, ον
I. of or belonging to a wolf, Eur.
II. Λύκειος, as epith. of Apollo, either as λυκοκτόνος (q. v.), or as the Lycian god (v. Λυκηγενήσ), or (from *λύκἠ as the god of light, Aesch.; there is a play upon the doubtful meanings, Λύκει' ἄναξ, λύκειος γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, Lycean lord, be a very wolf to the enemy, Aesch.