ἀναδρομή

Revision as of 13:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A running up: hence, sprouting, impulse, Thphr.CP4.5.1; shooting up, of plant, Hermog.Prog.7; bud, burgeon, E.Fr.766, 855: metaph., ascent, of the soul, Procl.Inst.209; εἰς θεόν, εἰς τὸν ὄντως ἑαυτόν, Porph.Marc.7, Abst.1.29.    b climbing up, of a tree, Agatharch.51.    2 Rhet., returning to a point, Corn.Rh.p.376 H.    3 place of refuge, Poet. ap. Plb.Fr.102.    4 running back, retreat, J.BJ5.2.2.    b reflux, γυναικείων Hp.Liqu.6.    5 sudden throb of pain, Id.Coac.308, 310; = πνῖξις, Steph. in Hp.1.316 D.

German (Pape)

[Seite 187] ἡ, 1) das Herauflaufen, -steigen, z. B. des Saftes in den Pflanzen, Theophr., dah. Wachsthum, Verbesserung. – 2) Das Zurücklaufen, der Rückzug.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδρομή: ἡ, (ἀνατρέχω, -δραμεῖν), τὸ ἀνατρέχειν, ῥεῖν πρὸς τὰ ἄνω ὡς ἐπὶ τοῦ χυμοῦ τῶν φυτῶν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 5, 1. 2) αἰφνίδιος νυγμὸς πόνου, Ἱππ. Κωακ. 168.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1acción de brotar, broteref. a las plantas εἰς τὴν βλάστησιν ἡ ἀ. Thphr.CP 4.5.1
plu. brotes, renuevos E.Fr.766.p.15 Bond.
2 crecimiento ref. al olivo ἐπὶ σῶματος τὴν ἀ. Hermog.Prog.7.
3 acción de trepar, escalada a un árbol, Agatharch.51
fig. ascensión del alma εἰς θεόν Porph.Marc.7, cf. Abst.1.29, Procl.Inst.209
medic. desplazamiento hacia arriba, subida ἐξ ὀσφύος ἀ. πόνου Hp.Coac.308.
4 medic. sofoco, ahogo Steph.in Hp.1.316.
II 1acción de regresar, retirada πρὸς τοὺς σφετέρους I.BI 5.58
medic. ἐκ γυναικείων menopausia Hp.Liqu.6
ret. vuelta sobre determinado punto Corn.Rh.p.376
gram. retrotracción τόνου EM 200.11G.
2 refugio, lugar de refugio poét. en Plb.Fr.102.
3 desprendimiento, corrimiento πρὸς μήτρας ἀναδρομήν (remedio mágico) contra la matriz caída, PMag.7.260.

Greek Monolingual

η (Α ἀναδρομή)
1. (για υγρά) άνοδος, ανύψωση
2. κίνηση προς τα πίσω, οπισθοχώρηση
νεοελλ.
1. αναπόληση ή επιστροφή στο παρελθόν
2. (στη Μουσ.) επανάληψη ορισμένου κομματιού μουσικής συνθέσεως
3. «κατ’ αναδρομή διηγήματα», αυτά που αρχίζουν από το μέσον της διηγήσεως και κατόπιν επανέρχονται στην αρχή με επεισόδια
αρχ.
1. μπουμπούκι, βλαστάρι
2. (για την ψυχή) ανύψωση
3. τόπος προφυλάξεως, καταφύγιο
4. ροή προς τα πίσω
5. (για πόνους) ξαφνικός χτύπος, σπασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναδραμεῖν, απρμφ. αορ. του ἀνατρέχω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδρομάρης].