ἄοινος

Revision as of 16:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A without wine, ἄοινοι χοαί, offered to the Erinyes, A.Eu.107 (whence they are themselves called ἄοινοι, S. OC100); ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν frenzied with the wine of wrath, A.Eu.860; ἄ. συμπόσιον Thphr. ap. Plu.2.679a; νηφαντικὴ καὶ ἄ. κρήνη Pl.Phlb.61c.    2 of men, having no wine, sober, X.Cyr.6.2.27; also of a place, having none, ib.26.    3 without use of wine, ἀοινοτέρα τροφή Arist.Pol.1336a8; ἄοινος μέθη Plu.2.716a.

German (Pape)

[Seite 272] ohne Wein, sowohl von Menschen, die keinen Wein trinken, als von Gegenden, die keinen Wein hervorbringen, Xen. Cyr. 6, 2, 26. 27; κρήνη νηφαντικὴ καὶ ἄοινος Plat. Phil. 61 c; χοαί, θυμώματα, Opfer, bei denen kein Wein gespendet wird, Aesch. Eum. 107. 822; wie sie die Eumeniden erhalten, die davon selbst ἄοινοι heißen, Soph. O. C. 100; συμπόσιον, Gelag ohne Wein, Theophr. bei Plut. Symp. 5, 5, 2; μέθη, ein Rausch, der nicht durch Wein bewirkt ist, ib. 8 prooem.; Arist. comp. ἀοινοτέρα τροφή, mit weniger Wein, pol. 7, 15, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοινος: -ον, ὁ ἄνευ οἴνου, ἄοινοι χοαί, οἷαι αἱ προσφερόμεναι εἰς τὰς Ἐρινῦς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 107 (ὅθεν καὶ αὐταὶ αὗται καλοῦνται ἄοινοι: - πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσ’ ὁδοιπορῶν, νήφων ἀοίνοις Σοφ. Ο. Κ. 100)· ἀλλὰ τὸ ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 860 σημαίνει ἐμμανεῖς οὐχὶ ἁπλῶς ἐκ μέθης, ἀλλ’ ἐκ διαρκοῦς μίσους· συμπόσιον Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 679Α· νηφαντικὴ καὶ ἄοινος κρήνη Πλάτ. Φίλ. 61C: - πρβλ. νηφάλιος. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ μὴ πίνων οἶνον, ἐγκρατής, νηφάλιος, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 27· ὡσαύτως ἐπὶ τόπου, ὁ μὴ παράγων, πολλὴ γὰρ ἔσται τῆς ὁδοῦ ἄοινος, διότι πολλὰ μέρη τὰ ὁποῖα θὰ διέλθωμεν δὲν θὰ ἔχωσιν οἶνον, ὡς μὴ γινόμενον ἐν αὐτοῖς. 3) ἄνευ χρήσεως οἴνου, ἀοινοτέρα τροφὴ Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 1. ἄοινος μέθη Πλούτ. 2. 716Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne boit pas de vin;
2 qui ne produit pas de vin;
3 sans vin.
Étymologie: ἀ, οἶνος.

Spanish (DGE)

-ον
1 carente de vino, sin vinode libaciones en el rito de las Erinis χοαί A.Eu.107, νηφαντικὴ καὶ ἄ. (κρήνη) Pl.Phlb.61c, (τροφή) ἀοινοτέρα Arist.Pol.1336a8, συμπόσιον Thphr.Fr.76, μέθη Plu.2.716a.
2 que no produce vino de una región, X.Cyr.6.2.26, ὀπώρη Nonn.Par.Eu.Io.2.3.
3 que no bebe vino, abstemio de las Erinis (v. 1), S.OC 100, de ahí, de las mismas diosas ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν enloquecidas con una ira no producida por el vino A.Eu.860, ἄ. γενόμενοι X.Cyr.6.2.27, θεωρεῖν, ὡς καθευδήσει, καὶ ὡς πολλῷ βέλτιον τοῦ ἀοίνου considerar cuánto mejor dormirá (uno que ha bebido) que uno que no ha bebido Philostr.VA 2.35, cf. PMasp.77.9 (VI d.C.).

Greek Monolingual

ἄοινος, -ον (Α)
1. ο χωρίς κρασί
2. φρ. «ἄοινοι χοαί» — αυτές που πρόσφεραν στις Ερινύες
3. ἄοινοι
οι Ερινύες
4. φρ. «ἐμμανὴς ἀοίνοις θυμώμασιν» — έξαλλος από οργή
5. (για πρόσωπα) αυτός που δεν πίνει κρασί, εγκρατής
6. (για τόπους) αυτός που δεν παράγει καθόλου κρασί
7. χωρίς χρήση κρασιού.

Greek Monotonic

ἄοινος: -ον·
1. αυτός που δεν συνίσταται από ή δεν περιέχει κρασί· ἄοινοι χοαί, σπονδές που δεν περιείχαν κρασί, τέτοιες όπως εκείνες που προσφέρονταν στις Ερινύες, σε Αισχύλ.· εξού ο Σοφ. αποκαλεί τις Ερινύες με το προσωνύμιο ἄοινοι· ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν, αυτοί που έχουν κυριευθεί από μανία, όχι εξαιτίας της μέθης αλλά του ασίγαστου μίσους, σε Σοφ.
2. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν πίνει καθόλου κρασί, ο νηφάλιος, σε Ξεν.· λέγεται για τόπο, αυτός που δεν παράγει οίνο, λέγεται για τα αμπέλια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄοινος:
1) совершаемый или справляемый без вина (χοαί Aesch.; ὁδός Xen.; ἁγνεῖαι, συμπόσια Plut.);
2) вызываемый не действием вина (μέθη Plut.);
3) лишенный вина (κρήνη Plat.; φιἀλη, τροφή Arst.);
4) непьющий, трезвый (эпитет Эриний, возлияния которым совершались без вина) Soph.

Middle Liddell


1. without wine, ἄοινοι χοαί, such as were offered to the Erinyes, Aesch.; hence Soph. calls the Erinyes ἄοινοι;—ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν frantic with sober, deliberate rage, Soph.
2. of men, drinking no wine, sober, Xen.; of a place, having none, Xen.

English (Woodhouse)

sober, abstaining from wine, drinking no wine