τρικυμία
English (LSJ)
ἡ, A group of three waves, τὸ μέγιστον [κῦμα] τῆς τ. Pl.R.472a; ἑτέραν περιμει-ναι χἀτέραν τ. Men.536.8: then, a mighty wave or swell, E.Hipp.1213, Tr.83 (pl.), Id.ap Satyr. Vit.Eur.Fr.38 iii 14, Com.Adesp. in PSI10.1176.11: metaph. κακῶν τ. A.Pr.1015; σῶσαι ἐκ τῆς τ. τοῦ λόγου Pl.Euthd.293a; ἐν ἁπάσαις τ. τῆς τύχης Luc.Dem.Enc.33; αἱ τῶν βασάνων τ. LXX4 Ma.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκῡμία: ἡ, τὸ τρίτον κῦμα, πελώριον κῦμα, ὅταν τρία κύματα συναφθῶσιν εἰς ἕν, ἐπειδὴ τὸ τρίτον ὑπετίθετο ὡς τὸ μέγιστον (ὡς ἐν τῇ Λατ. fluctus decumanus)· τὸ μέγιστον (κῦμα) τῆς τρικυμίας Πλάτ. Πολ. 472Α· ἑτέραν περιμεῖναι χἀτέραν τρ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 7. 8· ἀκολούθως καθόλου, ὡς καὶ νῦν, ἰσχυρὰ κύματα, ταραχὴ θαλάσσης, «φουσκοθαλασσιά», Εὐρ. Ἱππ. 1213, Τρῳ. 83· - μεταφ., τρ. κακῶν Αἰσχύλ. Πρ. 1015· σῶσαι ἐκ τῆς τρ. τοῦ λόγου Πλάτ. Εὐθύδ. 293Α· ἐν ἁπάσαις τρ. τῆς τύχης Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 33.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 la troisième vague, plus forte sur certaines côtes que les deux premières;
2 vague énorme ; fig. déluge (de maux, de paroles, etc.) ; p. ext. calamité.
Étymologie: τρεῖς, κῦμα.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τρικυμιά Ν
μεγάλη θαλασσοταραχή, φουρτούνα
νεοελλ.
μτφ.
1. πνευματική, ψυχική ταραχή («σ' εκείνη την τρικυμιά, που μ' άνοιξε το μνήμα», Σολωμ.)
2. δυσμενής περίσταση, ταλαιπωρία («πέρασε πολλές τρικυμίες στα γεροντάματα»)
αρχ.
1. πολύ μεγάλο κύμα ή το τρίτο κύμα, που είναι συνήθως μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο από τα δύο προηγούμενα («ἑτέραν περιμεῑναι χἀτέρον τρικυμίαν», Μέν.)
2. φρ. α) «τρικυμία κακῶν» — η δίνη που επιφέρουν οι συμφορές (Αισχύλ.)
β) «τρικυμία τῆς τύχης» — καταδρομή της τύχης (Λουκιαν.)
γ) «τρικυμία λόγου» — τερατώδης κομπορρημοσύνη (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κῦμα + κατάλ. -ία (πρβλ. πεντα-κυμία)].
Greek Monotonic
τρῐκῡμία: ἡ (κῦμα), το τρίτο κύμα, ως εκ τούτου πελώριο κύμα επειδή το τρίτο υπέθεταν πως ήταν το μεγαλύτερο (όπως στη Λατ. το fluctus decumanus), σε Πλάτ.· μεταφ., τρικυμία κακῶν, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐκῡμία: ἡ третий, т. е. самый сильный и опасный вал (ср. лат. fluctus decumanus, русск. девятый вал) Eur., Plat.: κακῶν τ. Aesch. лавина бедствий; ἐν ἁπάσαις τρικυμίαις τῆς τύχης Luc. во всех житейских бурях; ἡ τ. τοῦ λόγου Plat. неудержимый поток слов.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρικυμία -ας, ἡ [τρι -, κῦμα] drievoudige golf, enorme golf; overdr.. κακῶν τρικυμία tsunami van ellende Aeschl. PV 1015; σῶσαι ἐκ τῆς τρικυμίας τοῦ λόγου redden uit de stormvloed van het betoog Plat. Euthyd. 293a.
Middle Liddell
τρῐ-κῡμία, ἡ, κῦμα
the third wave, a huge wave, for the third was supposed to be the largest (as in Lat. the fluctus decumanus), Plat.:—metaph., τρ. κακῶν Aesch.