σπουδαίος
Greek Monolingual
-α, -ο / σπουδαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ.
δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς ὄψιν», Σοφ.)
2. (με ηθική σημ.) ενάρετος, χρηστός («σπουδαίος χαρακτήρας»)
νεοελλ.
1. επωφελής, επικερδής («ανέλαβε μια σπουδαία δουλειά»)
2. φρ. α) «κάνει τον σπουδαίο» — φαντάζεται ότι έχει σπουδαιότητα και συμπεριφέρεται ανάλογα
β) «σπουδαίο πράμα» — λέγεται ειρωνικά για κάτι εντελώς ασήμαντο
γ) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για κάτι ασήμαντο και αδιάφορο
δ) «σπουδαίο πρόσωπο» ή «σπουδαίο υποκείμενο» — λέγεται ειρωνικά για μηδαμινό άνθρωπο
αρχ.
1. γρήγορος, ταχύς («οὐ σπουδαῑος τοὺς πόδας (ἵππος)», Πολυδ.)
2. αυτός που έχει σοβαρό ύφος, αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό
3. δραστήριος, ενεργητικός
4. αυτός που έχει εξαιρετική ικανότητα
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπουδαῑον
α) η ταχύτητα, η γρηγοράδα
β) το αγαθό
6. φρ. «σπουδαῑον ἐστί μοί τι» — έχει μεγάλη σημασία για μένα (Δημοσθ.).
επίρρ...
σπουδαίως ΝΜΑ, και σπουδαία Ν
με σπουδαιότητα και σοβαρότητα («στήσαντα τὸ πρόσωπον σπουδαίως καὶ εὐσχημόνως», Ξεν.)
νεοελλ.
(στον τ. σπουδαία)
1. με μεγάλη βαρύτητα και σημασία, εξαίρετα
2. (ως έκφραση επιδοκιμασίας) έξοχα, εξαιρετικά
αρχ.
1. με ταχύτητα, γρήγορα
2. (το υπερθ.) σπουδαιότατα
με πάρα πολύ μεγάλη επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή (βλ. και λ. σπεύδω) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αῖος)].