επικηρύσσω

Revision as of 18:00, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Greek Monolingual

(AM ἐπικηρύσσω, αττ. τ. ἐπικηρύττω) κηρύσσω
προκηρύσσω αμοιβή για τον φόνο, τη σύλληψη ή την κατάδοση επικίνδυνου ατόμου («ἐπεκήρυξαν δέ καὶ χρημάτων πλῆθος τοῖς ἀνελοῡσι τὸν τύραννον», Διόδ. Σικ.)
αρχ.
1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ με προκήρυξη
2. καθορίζω ποινή και τήν ανακοινώνω δημόσια με κήρυκα
3. αναγορεύω επίσημα, ανακηρύσσω δημόσια («πύργοις ἐπεμβάς κἀπικηρυχθείς χθονί», Αισχύλ.)
4. εκθέτω σε δημοπρασίαἐπικηρύσσω τάς ὠνάς», Πλούτ.).