παρατηρώ

Revision as of 20:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Greek Monolingual

παρατηρῶ, -έω, ΝΜΑ τηρώ
1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με το βλέμμα και με προσοχή, εξετάζωπαρατηρώ τις ηλιακές κηλίδες με το τηλεσκόπιο»)
2. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου σε κάτι, προσέχω
νεοελλ.
1. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω
2. διακρίνω, αντιλαμβάνομαιπαρατηρώ μεγάλη βελτίωση στην κατάσταση του αρρώστου»)
2. (το παθ. ιδίως ως τριτοπρόσ.) παρατηρείται
γίνεται αντιληπτό, αισθητό, εμφανίζεται, παρουσιάζεται, σημειώνεται («παρατηρείται μεγάλη έκλυση τών ηθών»)
3. ελέγχω, επιπλήττω, επικρίνω, κάνω παρατηρήσεις («τον παρατήρησα, επειδή ήταν απρόσεκτος»)
αρχ.
1. εποπτεύω, εφορεύω, παρακολουθώ από κοντά
2. βλέπω επιφανειακά, όχι κατά βάθος
3. παραφυλάσσω
4. (ενεργ. και μέσ.) επιτηρώ με κακή πρόθεση, ενεδρεύω, περιμένω την ευκαιρία («παρετήρουν δὲ αύτὸν οἱ Φαρισαῑοι εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύσει», ΚΔ)
5. (ενεργ. και μέσ.) τηρώ, φυλάσσω («εὐλαβεῑσθαι δεῑ καὶ παρατηρεῖν τὸ μέτριον», Αριστοτ.)
6. μέσ. τηρώ, φυλάσσω κάτι σύμφωνα με το θρησκευτικό έθιμο («τὴν τῶν σαββάτων ἡμέραν παρατηρεῑσθαι», Ιώσ.)
7. παθ. λαμβάνομαι υπό σημείωση.