ἱζάνω

Revision as of 18:50, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")

English (LSJ)

(ἵζω): I causal, make to sit, ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα Il.23.258. II intr., sit, ἐν τῷ [κλισίῳ] . . ἵζανον Od.24.209, cf. Sapph. 2.3; settle, οὔ μοι ἐπ' ὄμμασι νήδυμος ὕπνος ἱζάνει Il.10.92; ἡ δρόσος ἱ. ἐπὶ δόνακας Philostr.Her.19.19. 2 of soil, settle down, subside, ἐπὶ τὸ κενούμενον Th.2.76.

Greek (Liddell-Scott)

ἱζάνω: Αἰολ. ἱσδάνω˙ πρβλ. καθ-, προσ-, ὑφιζάνω˙ (ἵζω): Ι. Μεταβ., κάμνω τινὰ νὰ καθίσῃ, τοποθετῶ, αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς αὐτοῦ λαὸν ἔρυκε καὶ ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα, «ὁ Ἀχιλλεὺς δὲ αὐτόθι τὸν στρατὸν κατέσχε καὶ ἐκάθισεν αὐτοὺς εἰς τὸν ἐν ᾧ ἀγωνίζονται εὐρύχωρον χῶρον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 258. ΙΙ. ἀμετάβ., καθίζω ἐμαυτόν, καθέζομαι, Λατ. sedere, ἐν τῷ κλισίῳ... ἵζανον Ὀδ. Ω. 209, πρβλ. Σαπφὼ 2. 3˙ οὔ μοι ἐπ’ ὄμμασι νήδυμος ὕπνος ἱζάνει Ἰλ. Κ. 92˙ ἡ δρόσος ἱζ. ἐπὶ δόνακας Φιλόστρ. 750. 2) ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατακαθίζω, Λατ. sidere, Θουκ. 2.76, πρβλ. ἵζω ἐν τέλει, ἵζημα.

French (Bailly abrégé)

impf. ἵζανον;
I. tr. établir, instituer : εὐρὺν ἀγῶνα IL faire ranger (la foule) en une vaste assemblée;
II. intr. 1 s’asseoir, se poser, avec ἔν τινι;
2 s’enfoncer.
Étymologie: ἵζω.

English (Autenrieth)

(ἵζω): sit; trans., cause or bid to be seated, Il. 23.258.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἱζάνω, Α και αιολ. τ. ἱσδάνω)
νεοελλ.
κατακαθίζω
αρχ.
1. βάζω κάποιον να καθήσει, τοποθετώ, εγκαθιστώ, καθίζω
2. ιδρύω
3. (αμτβ.) κάθομαι, καθίζω τον εαυτό μου
4. (για το έδαφος) κατακαθίζω, καθιζάνω («ἱζάνοντος ἀεὶ ἐπὶ τὸ κενούμενον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. ἵζω, με επίθημα -άνω (πρβλ. λαμβάνω, μανθάνω)].

Greek Monotonic

ἱζάνω: (ἵζω),
I. μτβ., καθίζω, τοποθετώ κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. αμτβ., κάθομαι, Λατ. sedere, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπ' ὄμμασι ὕπνος ἱζάνει, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για το έδαφος, κατακάθομαι, βουλιάζω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱζάνω: (ᾰ)
1) сажать, усаживать: ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα Hom. (Ахилл) усадил обширное сборище (людей);
2) садиться: κλίσιον, ἐν τῷ ἵζανον ἠδὲ ἴαυον δμῶες Hom. клисий, в котором садились и отдыхали (= садились отдыхать) слуги;
3) садиться, опускаться (οὔ μοι ἐπ᾽ ὄμμασι ὕπνος ἱζάνει Hom.);
4) садиться, оседать: τοῦ χώματος ἱζάνοντος Thuc. (так как) насыпь оседала.

Middle Liddell

[ἵζω]
I. Causal, to make to sit, Il.
II. intr. to sit, Lat. sedere, Od.; ἐπ' ὄμμασι ὕπνος ἱζάνει Il.
2. of soil, to settle down, sink in, Thuc.